1. Εν αρχή ην ο λόγος, και ο λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο λόγος.
[1] Ο στίχος αυτός είχε ως συνέπεια πλήθος παρερμηνείες και μεθερμηνεύσεις διαφόρων ειδών. Μάλιστα ακόμη και οι πιο σκαιοί αρνητές του Θεού χρησιμοποίησαν ακριβώς αυτό το κείμενο για να αμφισβητήσουν με τη βοήθειά του τη θεϊκότητά Μου, επειδή απέρριπταν γενικά τη Θεότητα. Δεν χρειάζεται όμως εδώ τώρα να αναφέρουμε τέτοια τεχνάσματα με τα οποία η σύγχυση αντί να μικρύνει, θα μεγάλωνε ακόμη πιο πολύ. Ας προχωρήσουμε λοιπόν παρευθύς στην πιο σύντομη δυνατή ερμηνεία και αυτή, όντας η ίδια φως υπό το φως του Φωτός, θα καταπολεμήσει από μόνη της τα λάθη και θα τα εξαλείψει.
[2] Μια βασική αιτία βέβαια της ακατανοησίας απέναντι σε τέτοια κείμενα βρίσκεται δυστυχώς στην πολύ ατελή και λανθασμένη μετάφραση από την αρχαία γλώσσα στις γλώσσες της σύγχρονης εποχής. Αλλά καλώς έχουν έτσι τα πράγματα. Γιατί εάν δεν ήταν τόσο καλά κρυμμένο το πνεύμα τέτοιων κειμένων όπως όντως είναι, τότε η αγιότητά του θα είχε ήδη από καιρό βεβηλωθεί αισχρά, γεγονός που θα ήταν πολύ κακό για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Έτσι όμως ροκάνισαν μόνο τον φλοιό του δέντρου και δεν μπόρεσαν να φτάσουν στο ζωντανό ιερό που βρίσκεται στο εσωτερικό του.
[3] Τώρα όμως είναι πλέον καιρός να φανερωθεί το αληθινό εσωτερικό νόημα σε όλους όσους είναι άξιοι να συμμετάσχουν σ’ αυτό. Στους ανάξιους ωστόσο θα στοιχίσει ακριβά, γιατί σ’ αυτές τις υποθέσεις δεν επιτρέπω να αστειεύονται μαζί Μου και είμαι πάντα αδιάλλακτος.
[4] Μετά λοιπόν από αυτήν την απαραίτητη επισήμανση, ας περάσουμε τώρα στην ερμηνεία του κειμένου. Θέλω να παρατηρήσω μόνο επιπλέον ότι εδώ εννοείται αποκλειστικά το εσώτερο, ψυχο-πνευματικό νόημα, αλλά όχι και το εσώτατο, καθαρότατο ουράνιο νόημά του. Γιατί αυτό το νόημα είναι πολύ ιερό και μόνο σ’ εκείνους που προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους σύμφωνα με το λόγο του Ευαγγελίου μπορεί να αποκαλυφθεί αβλαβώς μέσα στον κόσμο. Πάντως το απλώς εσωτερικό ψυχο-πνευματικό νόημα μπορεί να βρεθεί εύκολα, καμμιά φορά μάλιστα αρκεί γι’ αυτό μια σωστή μετάφραση που να αντιστοιχεί στο πνεύμα της νεότερης εποχής, γεγονός που θα καταστεί φανερό αμέσως ήδη με τη διαλεύκανση του πρώτου στίχου.
[5] Πρώτα-πρώτα η έκφραση «εν αρχή» είναι πολύ λανθασμένη και καλύπτει πολύ έντονα το εσωτερικό νόημα. Γιατί μ’ αυτήν μπορεί να αμφισβητηθεί και να διαφιλονικηθεί ακόμη και η ίδια η αιώνια υπόσταση της Θεότητας, πράγμα που έκαναν εξάλλου ορισμένοι παλιότεροι κατά κόσμο σοφοί, που από τη δική τους σχολή προήλθαν στην ουσία και οι σημερινοί αρνητές τον Θεού. Όμως όταν δώσουμε τώρα το κείμενο σωστά, θα φανεί πολύ διάφανο το περίβλημά του και δεν θα είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς μέσα από αυτό το λεπτό περίβλημα αρκετά καλά ή και πότε-πότε με μεγάλη ακρίβεια το εσωτερικό νόημα.
[6] Η σωστή μετάφραση είναι λοιπόν η εξής: μέσα στην Αρχή ή μέσα στην πρώτη Αιτία (κάθε Είναι) ήταν το Φως (η μεγάλη ιερή δημιουργική Σκέψη, η υποστασιοποιημένη Ιδέα). Αυτό το Φως δεν ήταν μόνο μέσα στον Θεό αλλά και με τον Θεό και περιέρρεε κατά κάποιον τρόπο το προαιώνιο Θείο Είναι. Κι εδώ εμφανίζεται ήδη να μπαίνει το Θεμέλιο για την κατοπινή ενανθρώπιση του Θεού, γεγονός που θα φανεί ολοκάθαρα από μόνο του στο κείμενο που ακολουθεί.
[7] Ποιός ή τι ήταν λοιπόν στην ουσία αυτό το Φως, αυτή η μεγάλη Σκέψη, αυτή η ιερή Θεμελιακή Ιδέα όλου του μελλοντικού, υποστασιοποιημένου, πανελεύθερου Είναι; Ηταν αδύνατο να είναι οτιδήποτε άλλο παρά ο ίδιος ο Θεός, επειδή μέσα στον Θεό, μέσω του Θεού και από τον Θεό δεν μπορούσε παρά να είναι ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος ήταν ταυτόσημος με το αιώνια τελειότατο Είναι Του. Αυτό το κείμενο μπορεί λοιπόν να διαβασθεί επίσης έτσι:
[8] Μέσα στον Θεό ήταν το Φως, το Φως διέρρεε και περιέρρεε τον Θεό και ο ίδιος ο Θεός ήταν το Φως.
2. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν.
[9] ‘Ετσι λοιπόν φωτίστηκε αρκετά ο πρώτος στίχος, ώστε να μπορεί να τον συλλάβει εύκολα οποιοσδήποτε διαθέτει έστω και λίγο φως. Με τον ίδιο τρόπο διευκρινίζεται από μόνος του και ο δεύτερος στίχος, ο οποίος μαρτυρεί απλά ότι ο προαναφερόμενος Λόγος ή το Φως ή η μεγάλη Δημιουργική Σκέψη δεν προέκυψε στη συνέχεια της προαιώνιας θεϊκής Ύπαρξης, αλλά όντας ο ίδιος Θεός, είναι εξίσου αιώνιος με τον Θεό και επομένως δεν προήλθε ουδέποτε από μία εξελικτική διαδικασία. Για το λόγο αυτόν άλλωστε δίνεται επιπλέον κατά κάποιον τρόπο ως μαρτυρία η εξήγηση ότι: αυτός ήταν μέσα στην Αρχή ή στην πρώτη Αιτία κάθε Είναι και αργότερα κάθε Γίγνεσθαι, όντας ο ίδιος η πρώτη Αιτία με τον Θεό, μέσα στον Θεό και από τον Θεό, δηλαδή ήταν ο ίδιος πέρα για πέρα Θεός.
3. Πάντα δι’ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέν ο γέγονεν.
[10] Στο στίχο αυτόν πιστοποιείται πλέον ότι έχει γίνει και είναι ορατή πραγματικότητα εκείνο, το οποίο ειχε παρουσιαστεί ήδη στον πρώτο στίχο ως ο «λόγος» ή το «Φως» μέσα στην πρώτη Αιτία κάθε Είναι και Γίγνεσθαι που είναι μεν πλήρως παρόν, αλλά χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί ακόμη η έξοδός του από τον Θεό.
[11] Θα πρέπει συνεπώς αυτός ο τρίτος στίχος στην καθαρή του απόδοση να διαβάζεται ως εξής: Κάθε Είναι προήλθε από αυτό το προαιώνιο Είναι, το οποίο από μόνο Του είναι εξ ολοκλήρου η προαιώνια Αρχή του είναι Του. Το Φως αυτού του Είναι, ο Λόγος και η Θέλησή Του έθεσε έξω από τον εαυτό Του το εντελώς δικό Του Φως, την προαιώνια δημιουργική Ιδέα Του, ώστε να είναι μια στερεή, ορατή ύπαρξη. Και δεν υπάρχει τίποτα σε ολόκληρο το αιώνιο άπειρο που να μην προήλθε από την ίδια θεμελιακή Αρχή και να μην έγινε με τον ίδιο τρόπο φανερή και ορατή ύπαρξη.
[12] Σε όποιον λοιπόν έγιναν εντελώς κατανοητοί αυτοί οι τρεις καθαρά διευκρινισμένοι στίχοι, υποχρεωτικά θα φανεί φωτεινότατος και ο τέταρτος στίχος από μόνος του.
4. Εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φώς των ανθρώπων.
[13] Είναι προφανώς αυτονόητο ότι το θεμελιακό Είναι κάθε είναι, το Φως κάθε φωτός, η θεμελιακή Σκέψη κάθε σκέψης και ιδέας, η θεμελιακή Μορφή ως η αιώνια Αρχή όλων των μορφών, κατ’ αρχήν δεν είναι δυνατόν να μην έχει μορφή και κατά δεύτερον δεν μπορεί να είναι θάνατος, δεδομένου ότι αυτός κατά βάση σημαίνει το άκρο αντίθετο προς το οποιοδήποτε είδος ύπαρξης. Επομένως σε αυτόν το Λόγο ή Φως ή σε αυτήν τη μεγάλη Σκέψη του Θεού μέσα στον Θεό και ουσιαστικά τον ίδιον τον Θεό ήταν μια τελειότατη Ζωή. Κατά συνέπειαν ο Θεός ήταν μέσα Του και από τον ίδιο τον εαυτό Του εξ ολοκλήρου η καθ’ όλα προαιώνια, η καθ’ όλα τέλεια θεμελιακή ζωή. Και αυτό το Φως ή η Ζωή δημιούργησε τά όντα και αυτό το Φως ή αυτή η Ζωή ήταν το Φως και επομένως και η ζωή μέσα στα όντα, δηλαδή στους ανθρώπους που προήλθαν από Αυτόν. Αυτά δε τα όντα και οι άνθρωποι ήταν επομένως πλήρη ομοιώματα του προαιώνιου Φωτός, το οποίο καθόριζε μέσα τους την ύπαρξη, το φως και κατά συνέπειαν επίσης και μια ζωή απολύτως παρόμοια προς το προαιώνιο θεμελιακό Είναι.
[14] Όμως η θεμελιακή Ζωή του Θεού είναι και πρέπει να είναι μια τελείως ελεύθερη Ζωή, διότι αλλιώς δεν θα ήταν κατά κανένα τρόπο Ζωή. Επομένως και αυτή η όμοια Ζωή που είναι μέσα στα δημιουργημένα όντα πρέπει να είναι η ίδια Ζωή, γιατί διαφορετικά δεν θα ήταν καν Ζωή και συνεπώς ως μη Ζωή δεν θα αποτελούσε ούτε Είναι. Έτσι λοιπόν είναι πια χειροπιαστά φανερό ότι στα δημιουργημένα όντα, τους ανθρώπους, δεν θα μπορούσε παρά να έχει δοθεί μια τελείως πανελεύθερη ζωή. Αυτή δε η ζωή έπρεπε μεν να αισθάνεται τον εαυτό της ως τέλειο, αλλά επίσης θα διέκρινε αναγκαστικά εξαιτίας αυτής της αίσθησης ότι δεν είχε δημιουργηθεί από μόνη της παρά ότι είχε προέλθει απλώς από τον Θεό σύμφωνα με την παντοδύναμη θέλησή Του, σαν ένα πλήρες ομοίωμά Του.
[15] Η συνειδητοποίηση αυτή έπρεπε να είναι παρούσα σε όλα τα δημιουργημένα όντα, το ίδιο και η συνειδητοποίηση ότι η ζωή και η ύπαρξή τους ήταν αναγκαστικά όμοια με του Θεού, γιατί αλλιώς δεν θα είχαν ούτε ζωή ούτε οποιοδήποτε είναι.
[16] Εάν όμως εξετάσουμε από πιο κοντά αυτήν την προϋπόθεση, εξάγεται το συμπέρασμα ότι αναγκαστικά στα δημιουργημένα όντα έπρεπε να συνυπάρχουν δύο αισθήματα. Και μάλιστα κατ’ αρχήν και κατά πρώτον λόγο το αίσθημα της ομοιότητας με τον Θεό ή το αίσθημα τον προαιώνιου Φωτός του Θεού μέσα τους και κατά δεύτερον, χάρη ακριβώς σ’ αυτό το Φως, αναγκαστικά επίσης το αίσθημα του γίγνεσθαι μέσα στον χρόνο μέσω της προαιώνιας θέλησης τον Δημιουργού.
[17] Σύμφωνα με το πρώτο αίσθημα, το δημιούργημα είναι άνευ όρων όμοιο προς τον Δημιουργό και επίσης, σαν να είχε δημιουργήσει μόνο του τον εαυτό του, τελείως ανεξάρτητο από τη θεμελιακή Αρχή, σαν να την κρατεί και να την περιέχει κατά κάποιον τρόπο μέσα του. Σύμφωνα όμως με το δεύτερο αίσθημα, το οποίο προκύπτει κατ’ ανάγκην από το πρώτο, το δημιούργημα προέρχεται κατ’ ουσίαν από την πρώτη Αιτία και μόνο στην εξέλιξη του χρόνου εκδηλώνεται πλέον ως ελεύθερο ον από μόνο του. Επομένως πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του ως απολύτως εξαρτημένο από την κύρια πρώτη Αιτία.
[18] Το ταπεινωτικό αυτό αίσθημα όμως, μετατρέπει και το πρώτο αίσθημα ανωτερότητας σε ένα αίσθημα ταπεινότητας, κάτι που βέβαια είναι ιδιαίτερα απαραίτητο και αναπόφευκτο για το αίσθημα ανωτερότητας, πράγμα που θα δούμε με σαφήνεια στη συνέχεια.
[19] Το αίσθημα ανωτερότητας παλεύει με μεγάλη βία ενάντια σε μια τέτοια ταπείνωση και θέλει να καταπνίξει το δεύτερο αίσθημα.
[20] Από μια τέτοια πάλη όμως προκύπτει τότε κρυφή αγανάκτηση και τελικά μίσος ενάντια στη θεμελιακή Αρχή όλου του Είναι και κατ’ ακολουθία επίσης ενάντια στο κατώτερο αίσθημα ταπεινότητας και εξάρτησης. Το αποτέλεσμα είναι ότι έτσι εξασθενεί και συσκοτίζεται το αίσθημα ανωτερότητας και τότε το προαιώνιο Φως μέσα στο δημιουργημένο ον μετατρέπεται σε νύχτα και σκοτάδι. Αυτή η νύχτα και το σκοτάδι δεν αναγνωρίζει πια σχεδόν καθόλου το προαιώνιο Φως που υπάρχει μέσα της κι έτσι, όντας τυφλό αλλά παρ’ όλ’ αυτά ανεξάρτητο, απομακρύνεται τόσο από τη θεμελιακή αρχή του Είναι του και του Γίγνεσθαι, ώστε μέσα στην τύφλωσή του να μην την αναγνωρίζει πλέον.
5. Και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν.
[21] Επομένως το προαιώνιο αυτό Φως μπορεί να φωτίζει όσο θέλει μέσα σε μια τέτοια νύχτα, επειδή όμως εκείνη, μολονότι προήλθε από το Φως, δεν έχει πια τη σωστή της όραση, δεν αναγνωρίζει το Φως που έρχεται μέσα στη νύχτα για να τη μεταμορφώσει πάλι στο προαιώνιο Φως που πρέπει να είναι.
[22] Με αυτήν τη μορφή ήρθα τότε κι Εγώ, ως το αιώνιο θεμελιακό Είναι όλου του είναι και ως το προαιώνιο Φως κάθε φωτός και ζωής στον κόσμο του σκότους, σ’ εκείνους που είχαν προέλθει από Μένα. Αλλά αυτοί δεν Με αναγνώρισαν γιατί τους είχε αποδυναμώσει η νύχτα του αισθήματος ανωτερότητας που τους διακατείχε.
[23] Έτσι λοιπόν αυτός ο πέμπτος στίχος υποδηλώνει πως Εγώ, μολονότι παρουσιάζομαι κατά τις ίδιες αναλογίες και σχέσεις που ίσχυαν απ’ αρχής, όντας πάντα ο ίδιος που ήμουν προαιώνια, έρχομαι σε αυτόν τον κόσμο που δημιούργησα, αλλά εκείνος δεν αναγνωρίζει ότι είμαι στην ουσία το ίδιο το θεμελιακό του είναι.
[24] Όμως Εγώ ως η πρώτη αιτία όλου του Είναι μπορούσα βέβαια να προβλέψω χάρη στην πληρότητα του προαιώνιου Φωτός Μου πως το αίσθημα ανωτερότητας, που ήταν πρωταρχικά το φως στον άνθρωπο, γινόταν εξαιτίας της διαρκούς πάλης όλο και πιο θαμπό και αδύνατο. Και έτσι ως φως στη ζωή σκοτείνιαζε επίσης όλο και πιο πολύ, ώσπου στο τέλος έγινε κατασκότεινο. Και ότι επομένως εάν ερχόμουν στους ανθρώπους μέσα στην τελειότητα που είχα δώσει και στους ίδιους, τουλάχιστον οι περισσότεροι από τους ανθρώπους δεν θα Με αναγνώριζαν, ιδίως μάλιστα αν εμφανιζόμουν εντελώς απροσδόκητα και απροετοίμαστα με μια πεπερασμένη ανθρώπινη μορφή σαν ένας καθαρά από μηχανής θεός. Και τότε θα ήμουν Εγώ υπαίτιος που οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να Με αναγνωρίσουν, αφού θα ήταν απροετοίμαστοι για έναν τέτοιο ερχομό Μου.
[25] Και βέβαια τα είχα προβλέψει όλα αυτά από αιώνων. Γι’ αυτό φρόντισα ώστε χιλιάδες ενορατικοί, οι οποίοι δεν είχαν χάσει στην πάλη το φως τους, να προφητεύσουν τον ερχομό Μου στους ανθρώπους και μάλιστα από την αρχή της χωριστής από Μένα ύπαρξής τους μέχρι τον καιρό που ήρθα πραγματικά στον κόσμο. Οι προφήτες εκείνοι περιέγραψαν πιστά τον τρόπο και την μορφή του ερχομού Μου, ακόμη δε μάλιστα τον τόπο και την εποχή που θα γινόταν. Κι όταν ήρθα στην πραγματικότητα, φρόντισα να συμβούν μεγάλα σημεία και αφύπνισα έναν άντρα, στον οποίο κατοίκησε ένα ανώτερο αρχέγονο πνεύμα για να αναγγείλει τον ερχομό και την πλήρη παρουσία Μου επάνω στη Γη.
Ι/2 Η μαρτυρία του Ιωάννη του Βαπτιστή για τον Κύριο
(Κατά Ιωάννη 1, 6-13)
6. Όμως ο Θεός έστειλε έναν άνθρωπο που τον έλεγαν Ιωάννη.
[1] Ο άνθρωπος που κήρυττε στον Ιορδάνη ποταμό τη μετάνοια και βάπτιζε με νερό τούς μεταστραφέντες ονομαζόταν Ιωάννης. Μέσα του ενοικούσε το πνεύμα του προφήτη Ηλία, που ήταν ο ίδιος με εκείνο το αγγελικό πνεύμα που είχε νικήσει στην αρχή του χρόνου τον Εωσφόρο και αργότερα πάλεψε μαζί του στο γνωστό όρος για τη σορό του Μωϋσή (ήταν συνεπώς ο Μιχαήλ).
7. Αυτός ήρθε (από τον ουρανό) ως μάρτυρας, για να προσφέρει μαρτυρία για το φως, προκειμένου όλοι (οι άνθρωποι που ήταν χωρίς φως) να πιστέψουν μέσω αυτού (δηλαδή να αναγνωρίσουν χάρη στο δικό του φως το προαιώνιο φως που ήρθε σ’ αυτούς).
[2] Ηρθε από τον ουρανό ως παλιός και νέος μάρτυρας. ‘Ηρθε δηλαδή από το προαιώνιο φως ως φως, προκειμένου να προσφέρει μαρτυρία για το προαιώνιο φως, για την προαιώνια ύπαρξη του Θεού που τώρα ενδύθηκε με σάρκα και ήρθε με μορφή απαράλλακτη με εκείνη του ανθρώπου στους ανθρώπους Του, που η ύπαρξή τους απορρέει από Εκείνον, για να φωτίσει και πάλι το σκοτάδι τους και να τους φέρει έτσι ξανά πίσω στο προαιώνιο φως Του.
8.0 Ιωάννης δεν ήταν το φως (αφ’ εαυτού) παρά μόνο μια μαρτυρία τον φωτός, δηλαδή έδωσε τη μαρτυρία εμπρός στο σκοτεινό αίσθημα των ανθρώπων σχετικά με την ανωτερότητά τους, ότι εκείνη την ώρα το ίδιο το προαιώνιο φως άφηνε τα αιώνια ύψη του και κατέβαινε στους ανθρώπους με ταπεινότητα ως αμνός για να πάρει επάνω του εκούσια όλες τις αδυναμίες (αμαρτίες) τους, να τους δώσει έτσι πάλι το προαιώνιο φως και να τους εξισώσει ξανά με Αυτόν.
[3] Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν βέβαια το ίδιο το προαιώνιο φως παρά – όπως όλα τα όντα – μόνο ένας σπινθήρας του. Όμως εξαιτίας της μεγάλης του ταπεινοφροσύνης είχε κερδίσει τη δυνατότητα να διατηρεί τη σύνδεσή του με το προαιώνιο φως.
[4] Ήταν όμως διαρκώς συνδεδεμένος με το προαιώνιο φως και ασφαλώς μπορούσε να το διακρίνει από το δικό του φως – επειδή και ο ίδιος είχε γεννηθεί από το προαιώνιο φως, χωρίς όμως να είναι το ίδιο το προαιώνιο φως παρά μονάχα μια αντανάκλασή Του, με αποτέλεσμα να μπορεί να Το αναγνωρίσει και να δώσει μαρτυρία γι’ Αυτό. Για το λόγο αυτόν η μαρτυρία του για το προαιώνιο φως ήταν απόλυτα έγκυρη και έτσι αφύπνιζε τόσο από το αληθινό φως μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, ώστε εκείνοι να μπορέσουν να αναγνωρίσουν, αμυδρά στην αρχή και κατόπιν όλο και πιο έντονα και ξεκάθαρα, ότι το προαιώνιο φως που είναι τώρα ενδεδυμένο με σάρκα είναι ασφαλώς το ίδιο με εκείνο, στο οποίο όλα τα όντα κι όλοι οι άνθρωποι οφείλουν την αυτόνομη ύπαρξή τους και το οποίο μπορούν να κρατήσουν αιώνια, εφ’ όσον το επιθυμούν.
9. Τούτο ήταν το αληθινό φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο.
[5] Το αληθινό προαιώνιο φως δεν ήταν ο μάρτυρας, παρά η μαρτυρία του και Εκείνος, τον οποίο εκείνη αφορούσε. Αυτό ήταν το φως που φωτίζει από την πρώτη αρχή της Δημιουργίας όλους τους ανθρώπους που έρχονται στον κόσμο ετούτο και τους δίνει ζωή και που τώρα τους φωτίζει ακόμη περισσότερο και τους δίνει ακόμη περισσότερη ζωή. Γι’ αυτό και στον 9ο στίχο λέει πως Αυτό είναι και ήταν το αληθινό φως που έδωσε σε όλους τους ανθρώπους ελεύθερη ύπαρξη όταν πρωτοδημιουργήθηκαν και που τώρα ήρθε για να ρίξει άπλετο φως στην ύπαρξη αυτή και να τους κάνει και πάλι όμοιούς Του.
10. Το φως βρισκόταν στον κόσμο και ο κόσμος δημιουργήθηκε μέσω αυτού, όμως δεν Το αναγνώρισε.
[6] Στον 5ο στίχο αναλύθηκε ήδη με σαφήνεια το πώς παρά τους πολλούς προάγγελους και αγγελιαφόρους του ερχομού Μου οι συσκοτισμένοι άνθρωποι δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν Εμένα ή το προαιώνιο φως, μολονότι η ύπαρξή τους πηγάζει από Εμένα ή, που είναι το ίδιο, από το προαιώνιο φως. Τώρα μένει μόνο να αναφερθεί ειδικά ότι εδώ «ο κόσμος» δεν σημαίνει τη Γη που φέρει τις φυλακισμένες στην ύλη ψυχές, οι οποίες αποτελούν κατά βάσιν την ύλη, αλλά μόνο τους ανθρώπους, που αποτελούνται φυσικά εν μέρει από ύλη, αλλά ως πλάσματα που δημιουργήθηκαν κάποτε ελεύθερα δεν ανήκουν πια ή δεν πρέπει να ανήκουν πια σε αυτήν την ύλη των ψυχών που εξαιτίας της πτώσης τους βρέθηκαν σε αυτήν την καταδίκη. Γιατί δεν θα ήταν πράγματι υπερβολικά μεγάλη απαίτηση από μέρους Μου να ζητήσω από τις πέτρες, που βρίσκονται ακόμη μέσα στην πιο βαθιά καταδίκη, να Με αναγνωρίσουν; Κάτι τέτοιο είναι απόλυτα δικαιολογημένο να ζητηθεί μόνο από μια ψυχή που έχει αποκτήσει ελευθερία, που φέρει μέσα της το πνεύμα Μου.
11. Ήρθε στην ιδιοκτησία του και οι δικοί Του δεν τον δέχθηκαν.
[7] Όπως λοιπόν αναφέραμε, εδώ βασικά ιδιοκτησία του Κυρίου δεν πρέπει να θεωρηθεί η Γη, αλλά μόνο οι άνθρωποι ως προς την ψυχική και πνευματική τους υπόσταση. Και θεωρούνται ιδιοκτησία επειδή είναι οι ίδιοι φως από το δικό Μου προαιώνιο φως και συνεπώς ταυτίζονται με τη δική Μου προαιώνια θεμελιώδη υπόσταση.
[8] Όμως αυτή ακριβώς η υπόστασή τους, που εκφράζεται μέσα τους σαν συναίσθημα ανωτερότητας, έχει εξασθενήσει – γι’ αυτό άλλωστε ήρθα και εξακολουθώ να έρχομαι σ’ αυτούς ως προαιώνια ιδιοκτησία Μου – και για το λόγο αυτόν δεν Με αναγνώρισαν, μην αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τον ίδιο τους τον εαυτό και την προαιώνια θεμελιώδη υπόσταση που διαθέτουν, η οποία είναι ακατάλυτη, αφού βασικά είναι η δική Μου υπόσταση.
12. Εκείνος όμως έδωσε σε όσους Τον δέχθηκαν την εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού, επειδή πιστεύουν στο όνομά Του.
[9] Είναι βέβαια αυτονόητο ότι η προαιώνια τάξη παρέμεινε διαταραγμένη σε όλους εκείνους που δεν Με δέχθηκαν ή δεν Με αναγνώρισαν. Μαζί με τη διαταραχή αυτή έμεινε και μια κατάσταση μέσα στην οποία υποφέρουν, που την ονομάζουν «κακό» ή «αμαρτία». Αντίθετα, όμως, σε πολλούς άλλους που Με δέχθηκαν, δηλαδή Με γνώρισαν μέσα από την καρδιά τους, αναγκαστικά το κακό αυτό χάθηκε, αφού εκείνοι ενώθηκαν και πάλι με Εμένα που είμαι η προαιώνια τάξη και ισχύς κάθε ύπαρξης, ξαναβρήκαν τον εαυτό τους και το προαιώνιο φως Μου που είχε τοποθετηθεί μέσα τους και με τον τρόπο αυτόν επίσης την αιώνια και ακατάλυτη ζωή.
[10] Η ζωή όμως αυτή τους έκανε επίσης να ανακαλύψουν ότι δεν είναι χάρη σ’ αυτήν μόνο δημιουργήματά Μου, πράγμα που φανερώνεται από το κατώτερο αίσθημα ζωής που έχουν, αλλά ότι αναγκαστικά, αφού φέρουν μέσα τους τον εαυτό Μου που τον έθεσα ελεύθερα εντός τους με τη δύναμη της δικής Μου βούλησης, είναι χωρίς αμφιβολία γνήσια παιδιά Μου. Διότι το φως τους (η πίστη τους) είναι όμοιο με το δικό Μου προαιώνιο φως και συνεπώς διαθέτει όλη την πλήρη ισχύ και δύναμη που υπάρχει μέσα σ’ Εμένα τον ίδιο, η οποία τους δίνει το απεριόριστο δικαίωμα όχι μόνο να αποκαλούνται, αλλά και να είναι απόλυτα παιδιά Μου!
[11] Γιατί η πίστη είναι οπωσδήποτε ένα τέτοιο φως και το όνομά Μου, προς το οποίο είναι στραμμένες οι ισχυρές ακτίνες του φωτός αυτού, είναι η δύναμη και η ισχύς και η ουσιαστική υπόσταση της προαιώνιας ύπαρξής Μου και μέσω αυτής της πίστης ο καθένας επιτυγχάνει μέσα του με κάθε δικαίωμα και εγκυρότητα να γίνει γνήσιο παιδί του Θεού. Γι’ αυτό άλλωστε και ο 12ος στίχος λέει ότι όλοι όσοι θα Με δεχτούν και θα πιστέψουν στο όνομά Μου, θα αποκτήσουν την εσωτερική εξουσία να αποκαλούνται δικαίως «παιδιά του Θεού»!
13. Εκείνοι που δεν γεννήθηκαν από το αίμα ή τη σαρκική επιθυμία ούτε από τη θέληση ενός άντρα, παρά γεννήθηκαν από τον Θεό.
[12] Ο στίχος αυτός δεν είναι παρά μια ακριβέστερη ανάλυση και επεξήγηση του προηγουμένου και σε μια πιο συνεκτική γλώσσα οι δυο στίχοι θα μπορούσαν επίσης να παρουσιαστούν μαζί ως εξής: Εκείνοι όμως που Τον δέχθηκαν και πίστεψαν στο όνομά Του, έλαβαν από Αυτόν την εξουσία να ονομάζονται «παιδιά του Θεού», που δεν γεννήθηκαν ούτε από το αίμα ούτε από τη σαρκική επιθυμία ή τη θέληση ενός άντρα, αλλά από τον Θεό.
[13] Είναι βέβαια αυτονόητο ότι τούτο δεν μπορεί να αναφέρεται στην πρώτη γέννηση ως σάρξ εκ σαρκός, παρά μόνο στη δεύτερη γέννηση από το πνεύμα της αγάπης για τον Θεό και από την αλήθεια της ζωντανής πίστης στο ζωντανο όνομα του Θεού, που ονομάζεται ΙΗΣΟΥΣ – ΙΕΧΩΒΑ – ΣΑΒΑΩΘ. Η δεύτερη αυτή γέννηση ονομάζεται επίσης πολύ εύστοχα «η αναγέννηση του πνεύματος μέσω του βαπτίσματος εξ ουρανού».
[14] Το «βάπτισμα εξ ουρανού» όμως, είναι η πλήρης μετουσίωση του πνεύματος και της ψυχής μαζί με όλα τα πάθη της στο ζωντανό πνεύμα της αγάπης για τον Θεό και της αγάπης μέσα στον ίδιο τον Θεό.
[15] Αν τούτο έχει πια γίνει μέσα από την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου και όλη η αγάπη του ανθρώπου βρίσκεται πλέον μέσα στον Θεό, τότε χάρη σ’ αυτήν την ιερή αγάπη και ολόκληρος ο άνθρωπος βρίσκεται μέσα στον Θεό όπου θα γίνει ένα νέο πλάσμα, δυνατότερο και ισχυρότερο, που θα αναγεννηθεί από τον Θεό όταν φθάσει την απόλυτη ωρίμανση. Μόνο μετά από μια τέτοια δεύτερη γέννηση, που δεν είναι αποτέλεσμα ούτε σαρκικής επιθυμίας ούτε της επιθυμίας του άντρα να αποκτήσει παιδιά, γίνεται ο άνθρωπος αληθινό παιδί του Θεού μέσω της χάριτος, η οποία είναι μία ελεύθερη δύναμη της θείας αγάπης μέσα στην καρδιά του ανθρώπου.
[16] Αλλά η χάρη αυτή είναι επίσης εκείνη η ισχυρή έλξη του Θεού μέσα στο ανθρώπινο πνεύμα μέσω της οποίας ο άνθρωπος ωθούμενος από τον Πατέρα φθάνει στον Υιό, δηλαδή στο θείο προαιώνιο φως ή, πράγμα που είναι το ίδιο, στη γνήσια και ζωντανή σοφία του Θεού.
Ι/3 Η πνευματική αναγέννηση – η πρώτη και δεύτερη χάρη
(Κατά Ιωάννη 1, 14-16)
14. Και ο Λόγος έγινε σάρκα και κατοίκησε ανάμεσά μας και είδαμε τη δόξα του ως του μονογενούς Υιού που γεννήθηκε από τον Πατέρα, γεμάτος χάρη κι αλήθεια.
[1] Όταν ο άνθρωπος καταλήξει μέσω της αναγέννησης να γίνει αληθινό παιδί του Θεού, καθώς γεννάται ουσιαστικά από τον Θεό, τον Πατέρα ή την Αγάπη, φθάνει στη δόξα τον προαιώνιου φωτός μέσα στον Θεό, το οποίο είναι κατά βάσιν η ίδια η προαιώνια, θεμελιώδης θεία υπόσταση. Αυτή η υπόσταση είναι ο ουσιαστικός, ο μοναδικός Υιός του Πατέρα, που μοιάζει με το φως που βρίσκεται κρυμμένο μέσα στη ζεστασιά της αγάπης όσο εκείνη δεν το διεγείρει και δεν το κάνει να αρχίσει να εκπέμπει τις ακτίνες του. Τούτο το ιερό φως είναι ωστόσο επίσης και η ουσιαστική λαμπρότητα τον Υιού που την έχει λάβει από τον Πατέρα, στην οποία φθάνει κάθε αναγεννημένος και γίνεται κι ο ίδιος σαν αυτήν, η οποία είναι αιώνια γεμάτη χάρη (θείο φως) και αλήθεια, είναι η αληθινή πραγματικότητα ή ο ενσαρκωμένος Λόγος.
15. Ο Ιωάννης μαρτυρεί γι’ Αυτόν και διακηρύττει δημόσια: «Αυτός είναι για τον οποίο είπα: μετά από εμένα θα έρθει εκείνος που προηγήθηκε από εμένα, γιατί υπήρχε πριν από εμένα.»
[2] Ο Ιωάννης προσφέρει και πάλι μια σωστή μαρτυρία γι’ αυτό επισημαίνοντας στους ανθρώπους αμέσως μετά τη βάπτιση στον Ιορδάνη ότι αυτός ακριβώς ο άνθρωπος που μόλις βάπτισε είναι Εκείνος, για τον οποίο κήρυττε τόσον καιρό ότι πρέπει να μετανοήσουν για να είναι άξιοι να Τον δεχθούν και στον οποίο είχε αναφερθεί λέγοντας ότι Εκείνος που θα ερχόταν μετά από τον ίδιο (τον Ιωάννη) είχε προϋπάρξει, άρα υπήρχε πριν από αυτόν. Το βαθύτερο νόημα των λόγων αυτών είναι: Τούτο είναι το προαιώνιο, θεμελιώδες φως και η προαιώνια, θεμελιώδης υπόσταση κάθε φωτός και κάθε ύπαρξης, που προϋπήρξε κάθε υπαρκτού και από το οποίο προέκυψε κάθε τι που υπάρχει.
16. Και από το πλήρωμά Του πήραμε όλοι τη μια χάρη μετά την άλλη.
[3] Όμως αυτό το προαιώνιο φως είναι και η αιώνια, μεγάλη λαμπρότητα μέσα στον Θεό, κι ο Θεός είναι ο ίδιος αυτή η δόξα. Η δόξα αυτή ήταν από την αιωνιότητα ο ίδιος ο Θεός μέσα στον Θεό και από το πλήρωμά της έλαβαν όλα τα όντα την ύπαρξή τους, το φως και την ελεύθερη ζωή τους.
[4] Συνεπώς, κάθε ζωή είναι χάρη από τον Θεό και διαποτίζει εντελώς τη μορφή που φέρει τη ζωή. Επομένως η προαιώνια ζωή μέσα σε κάθε άνθρωπο, αφού είναι στην ουσία η δόξα του Θεού, είναι η ΠΡΩΤΗ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. Ωστόσο, τούτη παραβλάφθηκε από τη γνωστή εξασθένηση τον συναισθήματος ανωτερότητας των όντων εξαιτίας του κατώτερου αισθήματος που προέκυψε λόγω της υστερότερης γένεσής τους από τον Δημιουργό.
[5] Επειδή λοιπόν αυτή η πρώτη χάρη που δόθηκε στον άνθρωπο κόντευε να χαθεί σχεδόν εντελώς, το προαιώνιο φως ήρθε το ίδιο στον κόσμο και δίδαξε τούς ανθρώπους ότι πρέπει να παραδώσουν και πάλι στο προαιώνιο φως αυτήν την πρώτη χάρη ή ουσιαστικά να επιστρέψουν πλήρως σε αυτήν την αρχέγονη ύπαρξη κι εκεί να λάβουν έναντι του παλιού φωτός μία νέα ζωή. Κι αυτή η ανταλλαγή είναι το ΝΑ ΛΑΒΟΥΝ ΤΗ ΜΙΑ ΧΑΡΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ή, που είναι το ίδιο, να επιστρέψουν την παλιά, εξασθενημένη ζωή που δεν κάνει πια για τίποτα με αντάλλαγμα μια νέα, ακατάλυτη ζωή μέσα και από τον Θεό.
[6] Η πρώτη χάρη ήταν μια αναγκαιότητα, όπου δεν υπάρχει ελευθερία και κατά συνέπεια ούτε διάρκεια. Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΧΑΡΗ όμως είναι μία πλήρης ελευθερία απαλλαγμένη από κάθε καταναγκασμό και ως εκ τούτου – επειδή δεν πιέζεται ούτε εξαναγκάζεται από κάτι – είναι επίσης αιώνια ακατάλυτη. Διότι όπου δεν υπάρχει εχθρός, δεν υπάρχει ούτε καταστροφή, και «εχθρός» σημαίνει οτιδήποτε εμποδίζει μία ελεύθερη ύπαρξη, όποια και να είναι η μορφή της.
Ι/4 Για τον νόμο, την πτώση, τη χάρη και τη λύτρωση
(Κατά Ιωάννη 1, 17-18)
17. Γιατί ο νόμος δόθηκε μέσω του Μωυσή ενώ η χάρη και η αλήθεια ήρθαν μέσω του Χριστού.
[1] ‘Ετσι είναι ο νόμος που έπρεπε να δοθεί στην πρώτη ζωή, και συγκεκριμένα ήδη από την αρχή στον πρώτο άνθρωπο και στη συνέχεια μέσω του Μωυσή, ο οποίος αναφέρεται επίσης σε αυτόν το στίχο ως ένας εκπρόσωπος του νόμου. Ασφαλώς όμως κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να κατακτήσει πραγματική ελευθερία στη ζωή μέσα από το νόμο, αφού ο νόμος αποτελεί για τη ζωή εμπόδιο και όχι προώθηση.
[2] Οι πρώτες ιδέες της δημιουργίας προβλήθηκαν προς τα έξω κι απέκτησαν μια ξεχωριστή, αλλά και αυτόνομη ύπαρξη μέσω της θετικής επιταγής («γενηθήτω!») της αμετάβλητης βούλησης της προαιώνιας Δύναμης.
[3] Τότε εμφανίστηκε το ον, που εσωτερικά είναι κατά κάποιον τρόπο η ίδια η θεότητα ή, πράγμα ταυτόσημο, η προαιώνια ύπαρξη του ίδιου του Θεού. Είναι βέβαια χωρισμένο από την προαιώνια αιτία του, παρ’ όλ’ αυτά όμως τη συνειδητοποιεί, ενώ ταυτόχρονα είναι δεσμευμένο μέσα σε μια περιορισμένη μορφή και συγκρατείται από μια αμετάβλητη τάξη. Η κατάσταση αυτή δεν άρεσε στο πλάσμα αυτό και το αίσθημα ανωτερότητάς του βρέθηκε σε τεράστια μάχη ενάντια στον αναγκαστικό περιορισμό και την τοποθέτησή του έξω στον κόσμο.
[4] Επειδή η μάχη αυτή γινόταν όλο και πιο έντονη στην πρώτη εμφάνιση των όντων, έπρεπε ο μεγάλος βασικός νόμος να γίνει αυστηρότερος και τα όντα να περιοριστούν προσωρινά μέσα σε μια στέρεη φυλακή. Αυτό έγινε με τη δημιουργία των στερεών υλικών ουρανίων σωμάτων που είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη διάσπαση των αρχέγονων πλασμάτων στα συστατικά τους μόρια. Συνεπώς ο διαχωρισμός και ο σχηματισμός της ύπαρξης που περιορίζεται από το χώρο και το χρόνο έγιναν βάσει μιας σταθερής επιταγής.
[5] Μετά, στη δεύτερη εμφάνιση των όντων, παρουσιάζεται ο άνθρωπος με σάρκινο περίβλημα να στέκεται στο έδαφος της πρώτης του φυλακής. Παρ’ όλον τον τριπλό χωρισμό του από την προαιώνια αιτία που τον δημιούργησε, σύντομα Την διέκρινε μέσα του. Πείσμωσε, έγινε υπερόπτης και δεν υπάκουε πια σε έναν νόμο που δεν ήταν πλέον δοσμένος ως φυσική νομοτέλεια, παρά ως προτροπή.
[6] Επειδή λοιπόν όμως ο άνθρωπος δεν ήθελε να συμμορφωθεί με αυτήν την εύκολη προτροπή, του επιβλήθηκε μια δυσκολότερη, που επέφερε κυρώσεις. Η επιβολή της κύρωσης σε παράβαση αυτής της δεύτερης επιταγής γινόταν άμεσα (σκέψου τον κατακλυσμό και άλλα παρόμοια γεγονότα!)
[7] Μετά από αυτό το σωφρονιστικό μέτρο, το θείο ον κατέβηκε στη Γη με τη μορφή του Μελχισεδέκ και έγινε ηγέτης των ανθρώπων. Εκείνοι όμως σύντομα άρχισαν ξανά τη μάχη και έπρεπε να δεσμευτούν και να ανακληθούν στην τάξη με την επιβολή νέων νόμων. ‘Ετσι δεν τους απόμεινε παρά μόνο μια μηχανική κινητικότητα που ήταν ενάντια σχεδόν σε όλες τις κλίσεις τους.
[8] Με τον τρόπο αυτόν ο νόμος δημιούργησε ένα μεγάλο χάσμα που κανένα πνεύμα και κανένα ον δεν μπορούσε πια να διαβεί. Έτσι τέθηκε επίσης υπό μεγάλη αμφισβήτηση η προσδοκία και η εσωτερική συναίσθηση ότι αυτή η τόσο περιορισμένη εσωτερική ζωή θα μπορούσε να έχει αιώνια διάρκεια.
[9] Υστερα από τον περιορισμό αυτόν εμφανίζεται το θείο προαιώνιο ον στην ουσιαστική του αρχέγονη πληρότητα, και συγκεκριμένα στο πρόσωπο του Χριστού.
[10] Εδώ λοιπόν εμφανίζεται ξανά η προαιώνια χάρη, παίρνει επάνω της όλες τις αδυναμίες της ζωής των ανθρώπων δίνοντάς τους αντί γι’ αυτές μια νέα χάρη, μια νέα ζωή γεμάτη αληθινό φως και δείχνοντάς τους μέσα σ’ αυτό το φως και με το δικό της παράδειγμα τον σωστό δρόμο και τον σωστό σκοπό της ύπαρξής τους.
18. Τον Θεό κανείς δεν τον είδε ποτέ. Ο μονογενής Υιός που είναι στους κόλπους του Πατέρα μάς το εξήγησε.
[11] Μόλις τώρα γνώρισαν αληθινά τον Θεό όσοι τον είχαν αναγνωρίσει. Μπόρεσαν πια να δουν και να αναγνωρίσουν για πρώτη φορά δίπλα τους και έξω από τον εαυτό τους τον Θεό, που ποτέ πριν κανένα πλάσμα δεν κατόρθωσε να αντικρύσει στην πληρότητά του, και να γνωρίσουν μέσω Αυτού και τους εαυτούς τους, καθώς και τον απόλυτα ελεύθερο προορισμό της ζωής τους.
[12] Ακόμη, τώρα καταργήθηκε πια το αγεφύρωτο χάσμα που είχε δημιουργήσει ο νόμος και κάθε άνθρωπος μπορούσε και μπορεί να ξεφύγει από το ζυγό του νόμου, αν αντικαταστήσει τον παλιό άνθρωπο με τον νέο που δόθηκε από τον Χριστό. Γι’ αυτό και λέγεται ότι πρέπει κανείς να απεκδυθεί τον παλιό άνθρωπο και να «φορέσει» τον νέο, ή ότι όποιος αγαπά την παλιά ζωή, θα τη χάσει, ενώ όποιος την αποφεύγει, θα τη διατηρήσει, θα λάβει δηλαδή μια νέα ζωή. Αυτή είναι η εξαγγελία από την αγκαλιά του Πατέρα και το ζωντανό Ευαγγέλιο του Θεού.
[13] Η φράση όμως «εκείνος που βρίσκεται στην αγκαλιά τον Πατέρα» σημαίνει τα εξής: η προαιώνια σοφία του Θεού ή η θεμελιώδης, εσώτατη θεία φύση βρίσκεται μέσα στην αγάπη, όπως το φως που βρίσκεται μέσα στη θέρμη πηγάζει αρχικά από την δύναμη της ζεστασιάς της αγάπης και εκπορεύεται και τελικά δημιουργεί με την ύπαρξή του νέα ζεστασιά, που με τη σειρά της θα γεννήσει νέο φως. Παρόμοια, από την αγάπη που είναι ίδια με τον Πατέρα και στο βάθος είναι ο ίδιος ο Πατέρας πηγάζει το φως της θείας σοφίας, που είναι ίδιο με τον Υιό και βασικά είναι ο ίδιος ο Υιός. Δεν είναι όμως δύο, παρά αποτελεί Ένα με εκείνον που αποκαλείται Πατέρας, ακριβώς όπως το φως και η ζεστασιά ή η ζεστασιά και το φως είναι ένα, αφού το ένα δημιουργεί διαρκώς το άλλο.
Στη Βηθαβαρά
Ι/5 Μαρτυρία τον Ιωάννη του Βαπτιστή για τον ίδιο και για τον Κύριο
(Κατά Ιωάννη 1, 19-30)
19. Και αυτή είναι η μαρτυρία τον Ιωάννη όταν οι Ιουδαίοι έστειλαν από την Ιερουσαλήμ ιερείς και λευίτες να τον ρωτήσουν: «Εσύ ποιός είσαι;»
[1] Αυτός ο στίχος παρουσιάζει ένα καθαρά εξωτερικό γεγονός και ως εκ τούτου δεν έχει εσωτερικό νόημα. Το μόνο που μπορεί κανείς να καταλάβει εύκολα από την αποστολή των ιερέων και των Λευιτών είναι πως το αίσθημα ανωτερότητας των Ιουδαίων εκείνον τον καιρό είχε κιόλας αρχίσει να νιώθει ότι το προαιώνιο φως ή η προαιώνια ζωή του Θεού πλησίαζε ήδη τους ανθρώπους της Γης και επομένως πρέπει να βρισκό-ταν πια πάνω στη Γη. Επίσης, υπέθετε ότι αυτή η προαιώνια ζωή κάθε ζωής βρισκόταν μέσα στον Ιωάννη κι ότι ίσως εκείνος ήταν ο Μεσσίας που αναμενόταν.
[2] “Ετσι λοιπόν, ωθούμενοι περισσότερο από αυτό το προαίσθημα παρά από το περιεχόμενο του κηρύγματος του Ιωάννη, τους έστειλαν να μάθουν ποιός είναι, αν είναι ο Χριστός, ο Ηλίας ή κάποιος άλλος προφήτης.
20. Εκείνος ομολόγησε και δεν το αρνήθηκε, λέγοντας: «Δεν είμαι εγώ ο Χριστός, ο αναμενόμενος Μεσσίας.»
21. Εκείνοι όμως συνέχισαν να τον ρωτούν: «Ποιός λοιπόν είσαι εσύ; Ο Ηλίας;» Κι εκείνος απάντησε «Δεν είμαι.» Και τον ξαναρώτησαν: «Είσαι προφήτης;» Κι εκείνος απάντησε «Οχι!»
[3] Ο λόγος που ρώτησαν τον Ιωάννη και αν είναι ο Ηλίας ή κάποιος άλλος νέος προφήτης είναι ότι στα προφητικά τους κείμενα αναφερόταν πως ο Ηλίας θα έρθει πριν από τον αναμενόμενο Μεσσία και θα προετοιμάσει ολόκληρο το Ισραήλ για την έλευσή Του. Επομένως, θα έπρεπε την εποχή εκείνη να φανούν κι άλλοι προφήτες που θα προηγούνταν επίσης ως προάγγελοι του Μεσσία. Αυτά λοιπόν ήξεραν οι απεσταλμένοι από την Ιερουσαλήμ και γι’ αυτό ρωτούσαν έτσι τον Ιωάννη, που όμως δήλωσε ότι δεν είναι τίποτα τέτοιο.
22. Και συνέχισαν λέγοντας: «Ποιός είσαι; Για να δώσουμε μια απάντηση σ’ εκείνους που μας έστειλαν, τι λες για τον εαυτό σου;»
[4] Φυσικά, έπρεπε να συνεχίσουν να τον ρωτούν ποιός είναι.
23. Ο Ιωάννης όμως είπε: «Είμαι φωνή βοώντος εν τη ερήμω και ετοιμάζω το δρόμο τον Κυρίου όπως προείπε ο προφήτης Ησαϊας.»
[5] Τότε μόνο ο Ιωάννης ομολόγησε ότι είναι απλώς κάποιος που φωνάζει στην έρημο και προετοιμάζει το δρόμο του Κυρίου, όπως είχε προφητεύσει ο Ησαΐας.
[6] Θα μπορούσε εδώ κανείς να θέσει το εύλογο ερώτημα γιατί ο Ιωάννης κήρυττε στην έρημο, που ασφαλώς μπορεί κανείς να θεωρήσει δεδομένο ότι οι κάτοικοί της είναι πολύ λίγοι, και να υποστηρίξει ότι θα ήταν σωστότερο να το κάνει σε πυκνοκατοικημένες περιοχές. Τι ωφελεί όσο δυνατά και να φωνάζει κανείς μέσα στη νεκρή έρημο, όπου η κραυγή του θα πάψει να αντηχεί πολύ πριν φθάσει σε ανθρώπινα αυτιά; Κι αν όμως όντως την ακούσει κάποιος τυχαία, τούτο σίγουρα δεν είναι αρκετό, εφ’ όσον πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα πράγματα για όλους τους ανθρώπους.
[7] Σχετικά με αυτό το ερώτημα θα πούμε ότι η «έρημος» δεν σημαίνει τόσο τη μικρή έρημο της Βηθαβαρά πέρα από τον Ιορδάνη αλλά περισσότερο την πνευματική έρημο στις καρδιές των ανθρώπων. Η έρημος Βηθαβαρά όπου ζούσε, κήρυττε και βάπτιζε στην πραγματικότητα ο Ιωάννης, είχε επιλεγεί συνεπώς μόνο και μόνο για να δείξει στους ανθρώπους πώς ήταν η καρδιά τους, έρημη, άδεια, χωρίς καρπούς, μόνο με αγκάθια και ξερόχορτα, γεμάτη φίδια και σιχαμερά ερπετά. Σε μια τέτοια έρημο παρουσιάζεται ο Ιωάννης σαν αφυπνισμένη συνείδηση, πράγμα που άλλωστε πραγματικά είναι από καθαρά πνευματική άποψη, κηρύττοντας μετάνοια για άφεση αμαρτιών και προετοιμάζοντας έτσι το δρόμο τον Κυρίου προς τις ερημωμένες καρδιές των ανθρώπων.
[8] Απομένει μονάχα να απαντηθεί το ερώτημα γιατί ο Ιωάννης δεν είπε ότι είναι ο Ηλίας ή κάποιος προφήτης, αφού ήταν τόσο το ένα όσο και το άλλο σύμφωνα με τη δική Μου μαρτυρία. Γιατί Εγώ ο ίδιος είχα πει ανοιχτά σε μια κατάλληλη περίσταση στους Αποστόλους και σε άλλους που άκουγαν τη διδασκαλία Μου: «Ο Ιωάννης ήταν ο Ηλίας, που επρόκειτο να έρθει πριν από Μένα, αν θέλετε, το πιστεύετε.»
[9] Ο λόγος αυτής της άρνησης ήταν ότι ο Ιωάννης δήλωσε την ταυτότητά του μόνο σχετικά με τον νέο του προορισμό κι όχι σχετικά με τον παλιό, τότε που το πνεύμα του είχε δοθεί στον Ηλία κατά την επίγεια ζωή του. Ο Ηλίας όφειλε να τιμωρήσει και να εξολοθρεύσει τον Μολώχ ενώ ο Ιωάννης όφειλε να καλέσει τους ανθρώπους σε μετάνοια, να δώσει άφεση αμαρτιών με το βάπτισμα με νερό και να προετοιμάσει έτσι το δρόμο Μου. Ανέφερε λοιπόν την ταυτότητά του με βάση αυτό που έκανε τότε στην πράξη.
24. Οι απεσταλμένοι ήταν από τούς Φαρισαίους.
25. Συνέχισαν να τον ερωτούν: «Γιατί λοιπόν βαπτίζεις, εφ’ όσον δεν είσαι ούτε ο Χριστός ούτε ο Ηλίας ούτε κάποιος προφήτης;»
[10] Εφ’ όσον εκείνος βάπτιζε, πράγμα που κατά τ’ άλλα επιτρεπόταν μόνο στούς ιερείς και τους προφήτες που αποδεδειγμένα είχαν κληθεί γι’ αυτό, οι ιερείς και Λευίτες που είχαν στείλει οι ζηλόφθονοι Φαρισαίοι τον ρώτησαν πώς βαπτίζει τους ανθρώπους αφού δεν είναι ούτε ιερέας ούτε προφήτης.
26. Ο Ιωάννης όμως τους απάντησε λέγοντας: «Εγώ βαπτίζω με νερό. Εκείνος όμως (ο Χριστός, τον οποίο αναζητάτε) βρίσκεται ανάμεσά σας, αλλά εσείς δεν Τον γνωρίζετε.»
[11] Ο Ιωάννης όμως είπε: «Εγώ βαπτίζω μόνο με νερό, δηλαδή είμαι απλώς κάποιος που ξεπλένει τις καρδιές που έπαψαν να είναι καθαρές, προκειμένου να γίνουν άξιες να δεχθούν τον “Ενα, που βρίσκεται εδώ και καιρό ανάμεσά σας, αλλά εσείς δεν τον αναγνωρίζετε επειδή είσαστε τυφλωμένοι.»
[12] Οι αναζητητές αυτοί που διαβαίνουν στεριές και θάλασσες και ρωτούν όλους τους σοφούς πού είναι και πότε και πού θα εμφανιστεί ο Χριστός συμβολίζουν επίσης όλους εκείνους που αναζητούν Εμένα, τον Κύριο, με εξωτερικό τρόπο. Οι παραπλανημένοι αυτοί αναζητητές δεν ψάχνουν να βρουν τον αληθινό, Εκείνο που έφτιαξε την κατοικία Του στις καρδιές τους και μόνο εκεί μέσα μπορεί να βρεθεί, ή τουλάχιστον δεν Τον αναζητούν στο μοναδικό μέρος όπου είναι δυνατόν να βρίσκεται!
27. «Είναι Εκείνος που θα έρθει μετά από εμένα, που υπήρχε πριν από εμένα και που εγώ δεν είμαι άξιος ούτε τα λουριά των παπουτσιών του να λύσω.»
28. Όλα αυτά έγιναν στη Βηθαβαρά πέρα από τον Ιορδάνη, όπου βάπτιζε ο Ιωάννης.
[13] Πόσο ταπεινή είναι η μαρτυρία του Ιωάννη μπροστά στους ιερείς και τους Λευίτες, τη στιγμή που ξέρει πολύ καλά ποιός ήρθε στη Γη μέσα στον Χριστό! Ωστόσο, τι ενδιαφέρει αυτό το ιερατείο των σοφών του κόσμου! Δεν επηρεάστηκαν καθόλου από την απόλυτα αληθινή μαρτυρία του Ιωάννη, γιατί δεν ήθελαν έναν Μεσσία ταπεινό, φτωχό και ασήμαντο παρά έναν που θα ενέπνεε άμεσα τεράστιο τρόμο σε όλους.
[14] Ο Μεσσίας θα έπρεπε, αμέσως μόλις εμφανιζόταν – φυσικά βέβαια στην Ιερουσαλήμ και πουθενά αλλού – να γίνει ορατός λάμποντας σαν φωτιά δυνατότερη από τον ήλιο, να κατέβει από τον ουρανό συνοδευόμενος από μυριάδες αγγέλων και να κατοικήσει αποκλειστικά και μόνο στο Ναό, κι ύστερα να αφαιρέσει την εξουσία από όλους τους ηγέτες και να τους καταστρέψει! Μετά θα έκανε αμέσως αθάνατους τους Ιουδαίους, θα τους προσέφερε όλο το χρήμα του κόσμου, θα βύθιζε με τρομακτικό θόρυβο στη θάλασσα τουλάχιστον μερικές εκατοντάδες φαινομενικά άχρηστα βουνά εξαφανίζοντας ταυτόχρονα τον φτωχό και βρώμικο συρφετό! Τότε θα πίστευαν σ’ Αυτόν και θα έλεγαν κι εκείνοι: «Κύριε, έχεις φοβερή δύναμη και εξουσία, οι πάντες πρέπει να δηλώσουν υποταγή σε Σένα και ο Αρχιερέας δεν είναι άξιος να λύσει ούτε τα λουριά των παπουτσιών Σου.»
[15] Αλλά ο Χριστός ήρθε φτωχός, μικρός και φαινομενικά αδύναμος στη Γη και για 30 ολόκληρα χρόνια δεν έδειξε τίποτα για τον εαυτό Του στους ισχυρούς παρά εργάστηκε σκληρά ως ξυλουργός μαζί με τον Ιωσήφ και σαν να μην έφθανε αυτό συναναστράφηκε ύστερα το κοινό προλεταριάτο. Πώς θα μπορούσε να είναι στα μάτια των περήφανων και πάνσοφων Ιουδαίων ο αναμενόμενος Μεσσίας; «Δεν θέλουμε έναν τέτοιο βλάσφημο, έναν τέτοιο μάγο που εκτελεί τα κατορθώματά του μονάχα με τη βοήθεια του μεγαλύτερου από τους διαβόλους! Ένας τέτοιος κοινότατος, χοντροκομμένος παραγιός μαραγκού που κάπου έμαθε να κάνει μάγια με τη βοήθεια τον Σατανά, που περπατάει ξυπόλητος και έχει τις χειρότερες παρέες, δέχεται τις πόρνες και τρώει και πίνει με δημόσια γνωστούς αμαρτωλούς, παραβαίνοντας ολοφάνερα το Νόμο με όσα κάνει κι όσα δεν κάνει, είναι ποτέ δυνατόν να είναι ο Χριστός, ο αναμενόμενος Μεσσίας;»
[16] Αυτή ήταν η άποψη των ανώτερων σοφών Ιουδαίων για Μένα όσο ήμουν πλήρως ενσαρκωμένος πάνω στη Γη. Κι ακριβώς την ίδια γνώμη έχουν ακόμη κι αυτήν την ώρα για Μένα εκατομμύρια άνθρωποι που δεν θέλουν να ακούσουν τίποτα για έναν Θεό ήπιο, προσιτό, που κρατάει το λόγο Του!
[17] Ο δικός τους Θεός πρέπει πρώτον να κατοικεί πολύ ψηλότερα από όλα τα άστρα και να είναι τόσο απέραντα ανώτερος ώστε σχεδόν να μην υπάρχει καν. Δεν μπορεί να δημιουργεί τίποτα πιο ασήμαντο από ήλιους, αν θέλει να είναι άξιος Θεός! Δεύτερον, δεν πρέπει να τολμήσει καν να λάβει κάποια μορφή, πολύ δε περισσότερο την ανθρώπινη, παρά πρέπει να είναι μόνο κάτι ασύλληπτο κι αδιανόητο.
[18] Τρίτον, σε περίπτωση που ο Χριστός θα ήταν ίσως Θεός, θα έπρεπε να εκδηλώσει την παρουσία του με τον εσωτερικό, ζωντανό λόγο μόνο στους ειδήμονες, σε συγκεκριμένες εταιρίες, σε συνόδους, σε εξαιρετικά ευσεβείς ανθρώπους, σε ζηλωτές που διαθέτουν το επονομαζόμενο φωτοστέφανο και στους τέλειους ήρωες της αρετής και να δώσει αμέσως στούς τυχερούς αυτούς τη δύναμη να μετακινούν βουνά. Διαφορετικά, δεν υπάρχει τίποτα αληθινό στη Θεία αποκάλυψη του Χριστού!
[19] Σε καμμία περίπτωση ο Κύριος Ιησούς δεν επιτρέπεται να φανερωθεί σε έναν αδαή ή, ακόμα χειρότερα, σε έναν αμαρτωλό. Μια τέτοια περίπτωση αποκάλυψης είναι ύποπτη και δεν γίνεται αποδεκτή, ακριβώς όπως κι Εγώ ο ίδιος δεν έγινα αποδεκτός από τους ανώτερους Ιουδαίους, γιατί δεν εμφανίστηκα με αρκετή θεία ανωτερότητα στα περήφανα και φιλόδοξα μάτια τους. Δεν πειράζει όμως! Μόνο η μαρτυρία του Ιωάννη έχει ισχύ!
[20] Ο κόσμος μένει πάντα ο ίδιος και εξακολουθεί να είναι η έρημος της Βηθαβαρά όπου ο Ιωάννης προσέφερε τη μαρτυρία του. Όμως κι Εγώ παραμένω πάντα ο ίδιος και εμφανίζομαι πάντα στους ανθρώπους όπως εμφανιζόμουν στους Ιουδαίους, για να καταστείλω την υπεροψία τους και να αναβιώσω την πραγματική ταπεινότητα και αγάπη. Ευτυχισμένοι λοιπόν όλοι εκείνοι που Με αναγνωρίζουν και Με δέχονται όπως έκανε ο Ιωάννης με τη μαρτυρία του για Μένα μπροστά στους υπερήφανους ιερείς και Λευίτες από την Ιερουσαλήμ, με την οποία τους έκανε να οργιστούν πολύ!
29. Την άλλη μέρα, ο Ιωάννης βλέπει τον Ιησού να έρχεται προς αυτόν και λέει: «Να ο αμνός του Θεού που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου!»
[21] Την επομένη ημέρα, που οι απεσταλμένοι βρίσκονταν ακόμη στη Βηθαβαρά και έκαναν έρευνες για το τι κάνει ο Ιωάννης και ποιό είναι το κύριο περιεχόμενο των κηρυγμάτων του, εκείνος έδωσε άλλη μία μαρτυρία για Μένα, και μάλιστα με τη γνωστή ευκαιρία, όταν δηλαδή ήρθα από την έρημο σ’ αυτόν και του ζήτησα να Με βαπτίσει με το νερό του ποταμού.
[22] Ηδη από την ώρα που τον πλησίασα, έστρεψε σε Μένα την προσοχή του αρχηγού των απεσταλμένων, ο οποίος στη διάρκεια της νύχτας είχε προβληματιστεί σοβαρά σχετικά με όσα είχε ακούσει την προηγουμένη από τον Ιωάννη, λέγοντάς του: «Κοίτα, εκείνος πού έρχεται είναι ο αμνός του Θεού, που σήκωσε στους ώμους του όλες τις αδυναμίες των ανθρώπων προκειμένου όσοι Τον δεχθούν να λάβουν από Εκείνον νέα ζωή και να μπορούν χάρη σ’ αυτήν να ονομάζονται παιδιά του Θεού. Γιατί ο Ιεχωβά δεν έρχεται ούτε μέσα στην καταιγίδα ούτε μέσα στη φωτιά, παρά μονάχα με το απαλό αεράκι.»
30. «Αυτός είναι για τον οποίο είπα (χθες): Μετά από μένα θα έρθει κάποιος που υπήρχε πριν από εμένα, γιατί ήταν πριν από μένα.»
[23] Ο Ιωάννης επαναλαμβάνει εδώ και πάλι αυτό που είχε πει την προηγουμένη για Μένα στους απεσταλμένους. Από τη μια μαρτυρεί ότι έρχομαι στους ανθρώπους σαν ένας καθρέφτης της αληθινής και αναγκαίας για τον άνθρωπο ταπεινότητας και ότι με την ταπεινότητα αυτή δείχνω πως έρχομαι να βοηθήσω τους ανθρώπους που βρίσκονται σε αδυναμία, όχι όμως κι εκείνους πού φαντάζονται ότι κατέχουν δύναμη που βέβαια την έχουν χάσει πια. Από την άλλη όμως ο Ιωάννης μαρτυρεί επίσης ότι ο αμνός του Θεού, στον οποίο αναφέρθηκε, είναι παρ’ όλ’ αυτά Εκείνος που υπήρχε πριν από κάθε τι που υπάρχει. Γιατί η φράση «υπήρχε πριν από εμένα» σημαίνει το εξής: ο Ιωάννης – αναγνωρίζοντας στιγμιαία το ανώτερο πνεύμα μέσα του – δίνει στους απεσταλμένους να καταλάβουν ότι παρ’ όλο που και μέσα στον ίδιο ενοικεί το ίδιο προαιώνιο πνεύμα, με την ίδια φύση και υπόσταση, εκείνος βρέθηκε σε μια ελεύθερη και απόλυτα αυτόνομη ύπαρξη μόνο με πρωτοβουλία αυτού του προαιώνιου θεμελιώδους πνεύματος που ενοικεί μόνο σε αυτόν τον αμνό, και όχι με δική του δύναμη. Με αυτήν του την προβολή και την τοποθέτησή του μέσα στον κόσμο, επειδή αυτή είναι στην πραγματικότητα έργο του προαιώνιου θεμελιώδους πνεύματος, άρχισε τότε και μια πρώτη περίοδος του χρόνου, πριν από την οποία δεν υπήρχε τίποτα μέσα σε ολόκληρο το άπειρο εκτός από το προαιώνιο θεμελιώδες πνεύμα, τον Ιεχωβά, που μάλιστα είναι ακριβώς ο ίδιος με Εκείνον που βρίσκεται τώρα μπροστά τους μέσα στον αμνό του Θεού και ζητεί από τον Ιωάννη να Τον βαπτίσει.
Ι/6 Ο Ιωάννης βαπτίζει τον Κύριο
(Κατά Ιωάννη 1, 31-34)
31. «Ούτε εγώ όμως Τον γνώριζα παλιότερα, αλλά ήρθα για να βαπτίζω με νερό (εκείνους που Τον περιμένουν) προκειμένου να Τον αποκαλύψω στον Ισραήλ.»
[1] Φυσικά, οι απεσταλμένοι ρώτησαν μετά από αυτό τον Ιωάννη: «Από πότε γνωρίζεις λοιπόν τον παράξενο αυτόν άντρα και πώς έμαθες αυτά που λες τώρα γι’ Αυτόν;» Ο Ιωάννης, όπως είναι φυσικό, απάντησε ότι και ο ίδιος δεν Τον αναγνώριζε παλιότερα (ως άνθρωπο), αλλά το πνεύμα Του τα αποκάλυψε αυτά. Επίσης, τον παρότρυνε να προετοιμάσει τους ανθρώπους για τον ερχομό Του και να τους ξεπλύνει από τις αμαρτίες τους με το νερό του Ιορδάνη.
32. Και ο Ιωάννης συνέχισε τη μαρτυρία του (μετά τη βάπτιση): «Οταν λοιπόν Τον βάπτισα, είδα ότι το πνεύμα του Θεού κατέβηκε από τον ουρανό (ως μαρτυρία απέναντί μου) όπως κατεβαίνει απαλά ένα περιστέρι και έμεινε πάνω από Εκείνον.»
[2] Εδώ ο Ιωάννης δηλώνει ότι κι εκείνος Με έβλεπε για πρώτη φορά μπροστά του με σάρκα και οστά(1) και ότι τις αποκαλύψεις για Μένα τις είχε κάνει το πνεύμα Μου μέσα σ’ αυτόν. Φυσικά, οι απεσταλμένοι κοίταξαν κι αυτοί εκείνον τον άντρα και Τον παρατηρούσαν στη διάρκεια της σύντομης βάπτισης με νερό. Αρχικά ο Ιωάννης είχε αρνηθεί να Με βαπτίσει, και μάλιστα επισημαίνοντας το εξής σημαντικό: ότι θα ήταν σωστότερο να τον βαπτίσω Εγώ παρά να βαπτίσει εκείνος Εμένα. Επειδή όμως Εγώ δήλωσα σαφώς ότι έτσι πρέπει να γίνει, υποχώρησε και έκανε τη βάπτιση. Είδε όμως αυτό που Εγώ ο ίδιος είχα αποκα-λύψει μέσω τον πνεύματός Μου στο δικό του πνεύμα όταν τον είχα ωθήσει να πάει στη Βηθαβαρά: ότι το αιώνιο Πνεύμα τον Θεού, δηλαδή το δικό Μου Πνεύμα, κατέβηκε από τους φωτεινούς ουρανούς όπως κατεβαίνουν τα περιστέρια και στάθηκε πάνω από το κεφάλι Μου με τη μορφή ενός φωτεινού μικρού σύννεφου. Ταυτόχρονα, ο Ιωάννης άκουσε τα γνωστά λόγια:
[3] «Αυτός είναι ο αγαπημένος Μου υιός ή το φως Μου, η ουσιαστική θεμελιώδης φύση Μου, που Εγώ ως αιώνια αγάπη Τον αγαπώ. Αυτόν πρέπει να ακούτε!»
(1) Σ. τ. Μ.: εννοεί ως Θεάνθρωπο, μετά την ένωση της Θεϊκής με την ανθρώπινη φύση στον Ιησού στα τριάντα του χρόνια, γιατί ως άνθρωπο τον γνώριζε από πριν.
33. «Διαφορετικά ούτε εγώ δεν θα Τον είχα αναγνωρίσει. Εκείνος όμως που με έστειλε να βαπτίζω με νερό μου είπε: Σε όποιον δεις να κατεβαίνει το πνεύμα τον Θεού και να μένει επάνω Του, Αυτός είναι που θα βαπτίζει με το άγιο Πνεύμα.»
[4] Γι’ αυτό λέει ο Ιωάννης: «Διαφορετικά ούτε εγώ δεν θα Τον είχα αναγνωρίσει!»
34. «Κι εγώ το είδα και μαρτυρώ τώρα ότι Αυτός είναι πραγματικά ο Υιός τον Θεού.»
[5] Μετά από τη βάπτιση ο Ιωάννης διηγήθηκε πρώτα στους απεσταλμένους όσα είχε δει και ακούσει και ισχυριζόταν ακλόνητα ότι Εκείνος που είχε βαπτίσει και που είχε εξαγγείλει ήδη την ώρα που πλησίαζε πως του είχε αποκαλυφθεί ότι είναι ο αμνός του Θεού ήταν πραγματικά ο Μεσσίας που περίμενε ολόκληρος ο Ισραήλ. Εκείνος ήταν πραγματικά ο Υιός τον Θεού, δηλαδή η καθαυτό θεμελιώδης, προαιώνια φύση του Θεού μέσα στον Θεό!
[6] Ο Ιωάννης είπε ακόμη ότι είδε με τα ίδια του τα μάτια το Πνεύμα να κατεβαίνει και να στέκεται επάνω Του, δεν ήταν όμως σαν να λάβαινε εκείνος ο άντρας μόλις τότε και με τον τρόπο αυτόν τέτοιο Πνεύμα αλλά αντίθετα, το φαινόμενο αυτό είχε ως μόνο σκοπό να δώσει μαρτυρία στον Ιωάννη, αφού ούτε εκείνος ΤΟΝ αναγνώριζε πριν από αυτά.
[7] Εδώ προκύπτει βέβαια από μόνο του το ερώτημα αν αυτοί οι απεσταλμένοι από την Ιερουσαλήμ είδαν ή άκουσαν οι ίδιοι κάτι από αυτά. Η απάντηση σε αυτό είναι πάντα η ίδια: Αποκάλυψη γίνεται μόνο στους αθώους και αγαθούς, ενώ τα πράγματα μένουν κρυμμένα και καλυμμένα για τους σοφούς του κόσμου.
[8] Συνεπώς οι απεσταλμένοι από την Ιερουσαλήμ δεν είδαν τίποτε άλλο από αυτήν καθεαυτήν τη βάπτιση και ενοχλήθηκαν πάρα πολύ όταν ο Ιωάννης τους ανακοίνωσε τι είχε δει και τι είχε ακούσει, ενώ οι ίδιοι δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν τίποτα, γι’ αυτό και κατηγόρησαν τον Ιωάννη ότι τους λέει ψέμματα. Τότε όμως πλησίασαν αρκετοί από τους μαθητές του Ιωάννη που ήταν παρόντες και τους διαβεβαίωσαν ότι τα λεγόμενα του Ιωάννη ήταν απόλυτα αληθινά.
[9] Οι απεσταλμένοι όμως απάντησαν κουνώντας το κεφάλι: «Ο Ιωάννης είναι ο δάσκαλός σας και είσαστε μαθητές του, γι’ αυτό επιβεβαιώνετε όσα λέει. Εμείς όμως που είμαστε σοφοί και γνωρίζουμε όλα τα πράγματα της Γραφής που μας δόθηκε από τον Θεό μέσω του Μωϋσή και των προφητών, καταλαβαίνουμε από τα λόγια και τις πράξεις σας ότι κι εσείς κι ο δάσκαλός σας είσαστε ανόητοι που ούτε βλέπετε ούτε ξέρετε τίποτα και με την ανοησία σας τρελλαίνετε πολλούς ανθρώπους. Η υπόθεση αυτή λοιπόν έχει ακουστεί εδώ και αρκετόν καιρό στους πρεσβυτέρους του Ναού και δεν τους αρέσει καθόλου. Το καλύτερο θα είναι να σας εμποδίσουν με τη βία να κάνετε όσα κάνετε.»
[10] Ο Ιωάννης τότε εκνευρίστηκε και είπε: «Νομίζετε λοιπόν, γεννήματα οχιάς, πως έτσι θα ξεφύγετε την καταδίκη; Δείτε! Το τσεκούρι με το οποίο θέλετε να μας καταστρέψετε έχει ήδη αγγίξει τις ρίζες σας. Κοιτάξτε πώς θα ξεφύγετε από την καταστροφή! Αν δεν μετανοήσετε φορώντας σακκιά και ρίχνοντας επάνω σας στάχτη και δεν ζητήσετε να βαπτιστείτε, θα καταστραφείτε!
[11] Γιατί στ’ αλήθεια αυτός είναι για τον οποίο σας είπα: “Θα έρθει μετά από μένα εκείνος που προηγήθηκε από εμένα, γιατί υπήρχε πριν από εμένα. Από το πλήρωμά του πήραμε όλοι τη μια χάρη μετά την άλλη.”»
[12] Μετά από αυτά τα έντονα λόγια του Ιωάννη, μερικοί έμειναν και βαπτίστηκαν, οι περισσότεροι όμως έφυγαν πολύ δυσαρεστημένοι.
[13] Οι στίχοι αυτοί αναφέρονται σε ένα καθαρά ιστορικό στοιχείο και δεν έχουν μεγάλο εσωτερικό νόημα, που άλλωστε εύκολα γίνεται κατανοητό βάσει όσων εξηγήθηκαν προηγουμένως. Το μόνο που πρέπει να αναφερθεί εδώ είναι ότι τέτοιοι στίχοι γίνονται ευκολότερα κατανοητοί αν αναλογιστεί κανείς ποιές ήταν τότε οι συνηθισμένες συνθήκες. Γιατί τον καιρό που ο Ευαγγελιστής κατέγραψε το Ευαγγέλιο συνηθιζόταν να παραλείπει κανείς διάφορες πληροφορίες που είναι αυτονόητες ή εύκολα εννοούνται, θεωρώντας τις περιττές. Κατέγραφαν δηλαδή τα κύρια σημεία και άφηναν τα δευτερεύοντα που εύκολα θα τα καταλάβαινε ο αναγνώστης. Προκειμένου να διαφωτίσούμε περισσότερο αυτή τη συνήθεια που είναι πολύ αξιοπρόσεκτη για την εποχή, θα εξετάσουμε πολύ προσεκτικά τούς επόμενους τρεις στίχους και έτσι θα μπορέσει να φανεί ξεκάθαρα ο τρόπος σύνταξης κειμένων της εποχής.
Ι/7 Παραδείγματα και ερμηνείες για τον τρόπο που έγραφε ο Ευαγγελιστής
35. Την επόμενη ημέρα ο Ιωάννης στεκόταν και πάλι (στις όχθες του Ιορδάνη) μαζί με δύο μαθητές του.
[1] Ο στίχος 35 για παράδειγμα στην πρώτη, αρχική του έκδοση έλεγε: «Την επόμενη ημέρα στεκόταν και πάλι ο Ιωάννης και δυο από τους μαθητές του.» Το ερώτημα εδώ είναι πού στεκόταν και αν οι δύο μαθητές βρίσκονταν κοντά του ή στέκονταν κάπου αλλού, την ίδια όμως ώρα. Εδώ ο καθένας θα πρέπει να προσέξει ότι δεν αναφέρεται ούτε το μέρος που στέκονταν ούτε και το τι έκαναν οι δύο μαθητές.
[2] Γιατί λοιπόν ο Ευαγγελιστής δεν ανέφερε τα στοιχεία αυτά;
[3] Ο λόγος αναφέρθηκε πιο πριν. Διότι είναι αυτονόητο, και ασφαλώς πρέπει να ήταν αυτονόητο ειδικά εκείνη την εποχή που ο κανόνας ήταν να συντάσσονται με αυτόν τον τρόπο τα κείμενα, ότι ο Ιωάννης στεκόταν κάτω από μια ιτιά στις όχθες τον Ιορδάνη και περίμενε εκεί αν θα ερχόταν κανένας που θα ήθελε να βαπτιστεί. Επειδή λοιπόν είχε αρκετούς μαθητές που άκουγαν αλλά και κατέγραφαν τη διδασκαλία του, συνήθως βρίσκονταν μαζί του δύο, μερικές φορές μάλιστα – αν υπήρχαν πολλά που έπρεπε να γίνουν – και περισσότεροι από αυτούς που τον βοηθούσαν στις πολυάριθμες βαπτίσεις και ασφαλώς βάπτιζαν κι οι ίδιοι για λογαριασμό του με τον ίδιο τρόπο πού βάπτιζε κι αυτός.
[4] Εφ’ όσον λοιπόν τον καιρό εκείνο όλα αυτά ήταν γνωστά στον κύκλο πού περιέβαλε τον Ιωάννη, δεν καταγράφονταν. Τον καιρό εκείνο έτσι συνηθιζόταν να γράφουν, πράγμα που καθιστούσε επίσης εν μέρει αναγκαίο η έλλειψη γραφικής ύλης. Ως εκ τούτου κατέγραφαν μόνο τα κύρια σημεία, υποδηλώνοντας με τη χρησιμοποίηση του συνδετικού «και» στην αρχή της πρότασης αν υπάρχει ή όχι σχέση των διαφόρων μεμονωμένων προτάσεων που παρατάσσονταν. Γι’ αυτόν το λόγο, επίσης, τα συνδετικά αυτά σπάνια γράφονταν ολογράφως και συνήθως παρουσιάζονταν ως συγκεκριμένα, γνωστά σύμβολα εμπρός από τις κύριες προτάσεις που είχαν σχέση μεταξύ τους.
[5] Η εξήγηση που παραθέτουμε εδώ βέβαια δεν είναι ουσιαστικά ερμηνεία του Ευαγγελίου, ωστόσο είναι πολύ αναγκαία γιατί χωρίς αυτήν είναι πολύ δύσκολο να κατανοηθεί το εξωτερικό, ιστορικό νόημα των Ευαγγελίων στη σημερινή εποχή, πολύ δε περισσότερο το εσωτερικό πνευματικό τους νόημα, ενώ το πιο δύσκολο είναι η κατανόηση των προφητικών βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, όπου αντί για τελειωμένες, πλήρεις προτάσεις εμφανίζονται μόνο οι ανάλογες εικόνες και φυσικά δεν μπορεί να γίνει κανένας λόγος για πληροφορίες στις επικρατούσες συνθήκες. Αφού όμως γνωρίζουμε αυτούς τους κανόνες της αρχαιό-τητας, δεν θα μας δυσκολέψει ασφαλώς στη συνέχεια να συνδέσουμε ευκολότερα όλους τους στίχους που ακολουθούν, να τους διαβάσουμε σωστότερα και να διαφωτίσουμε περισσότερο τουλάχιστον το μέρος τους που αφορά στη φυσική, ιστορική τους έννοια. Θα κάνουμε ακόμη μία σύντομη ανάλυση των στίχων 36 και 37 και έτσι θα φανεί καθαρά ο κανόνας που παρουσιάζουμε.
36. Και αφού είδε πάλι τον Ιησού να περπατά (στις όχθες του Ιορδάνη), είπε: «Να, αυτός είναι ο αμνός του Θεού!»
[6] Ο στίχος 36 στην αρχική του έκδοση λέει: «Κι όταν είδε τον Ιησού να περπατά, είπε: “Να, αυτός είναι ο αμνός του Θεού ! “» Εδώ, το «και» δείχνει ότι το συγκεκριμένο κείμενο έχει κάποια σχέση με το προηγούμενο και από ιστορική άποψη μας πληροφορεί ότι ο Ιησούς μετά από το βάπτισμα ύδατος έμεινε για λίγο ακόμη κοντά στον Ιωάννη και κατά συνέπεια τον είδαν τόσο οι δύο μαθητές τού Ιωάννη όσο και ο τελευταίος να περπατά στις όχθες του ποταμού.
[7] Όταν ο Ιωάννης Τον αντίκρυσε, συνόψισε αμέσως όλες του τις σκέψεις σε μία και είπε με μεγάλο ενθουσιασμό, σαν να μονολογούσε: «Να, αυτός είναι ο αμνός του Θεού!» Εκείνον τον καιρό θα το είχε διατυπώσει περίπου έτσι: «Κοιτάξτε εκεί! Στην όχθη τον ποταμού περπατάει σήμερα ο ανώτατος Θεάνθρωπος, τόσο απλός και ταπεινός όσο ένα αρνί.» Ο Ιωάννης όμως παρακάμπτει όλους αυτούς τους ακριβέστερους χαρακτηρισμούς και λέει μόνον όσα αναφέρει ο στίχος.
37. Και όταν οι δύο μαθητές άκουσαν τον Ιωάννη να μιλάει έτσι, (εγκατέλειψαν αμέσως τον Ιωάννη και) ακολούθησαν τον Ιησού.
[8] Ο στίχος 37 που ουσιαστικά αποτελεί συνέχεια των δύο προηγουμένων αρχίζει επίσης για τον λόγο που εξηγήσαμε παραπάνω με «και» και δείχνει μόνο τι είχε συμβεί, ενώ θίγει πολύ επιφανειακά την αιτία.
[9] Πολύ απλά, το αρχικό κείμενο είναι: «Και δύο από τους μαθητές του τον άκουσαν να μιλάει και ακολούθησαν τον Ιησού.» Εκείνη την εποχή, ο στίχος θα μπορούσε επίσης να έχει την παρακάτω μορφή, χωρίς αυτό να παραβλάψει το νόημα και την κατανόησή του: Όταν όμως οι δύο μαθητές που ήταν μαζί του (με τον Ιωάννη) άκουσαν το δάσκαλό τους να μιλάει με αυτόν τον τρόπο, τον άφησαν αμέσως και πήγαν στον Ιησού, κι επειδή ο Ιησούς άρχισε να απομακρύνεται από τον τόπο εκείνον, Τον ακολούθησαν.
[10] Όλα όσα αναφέρονται στη διευρυμένη αυτή μορφή του κειμένου πρέπει να συνέβησαν μαζί με τα υπόλοιπα κατά το γεγονός εκείνο, γιατί διαφορετικά δεν θα μπορούσαν τα πράγματα να έχουν συμβεί έτσι στη συνέχεια. Όπως όμως είπαμε, σύμφωνα με τον τρόπο γραφής της εποχής εκείνης, αναφέρονται μόνο οι έννοιες «ακούω» και στη συνέχεια «ακολουθώ», ενώ όλες οι υπόλοιπες μεταβατικές και συνδετικές φράσεις παραλείπονται ως αυτονόητες. Όποιος καταλάβει καλά τον κανόνα αυτόν, θα μπορέσει να συνοψίσει με κατανοητό τρόπο τουλάχιστον την ιστορική πλευρά αυτού του αρχικού κειμένου και έτσι θα μπορέσει επίσης να φανταστεί ευκολότερα ποιό είναι το εσωτερικό του νόημα.
Ι/8 Οι πρώτοι μαθητές τον Κυρίου: ο Ανδρέας και ο Σίμων Πέτρος
(Κατά Ιωάννη 1,38-42)
38. Ο Ιησούς γύρισε, είδε τους δυο να Τον ακολουθούν και τους είπε: «Τι ζητάτε;» Εκείνοι όμως Του είπαν: «Ραββί (που σημαίνει σε μετάφραση “δάσκαλε”) πού μένεις;»
[1] Και αυτός ο στίχος φαίνεται συνέχεια των προηγουμένων και είναι περισσότερο ιστορικός παρά πνευματικός. Διότι με αυτόν αρχίζει η γνωστή αποδοχή των μαθητών που ως προς τη φύση της είναι ακόμη πολύ υλική, και μάλιστα στην ίδια περιοχή όπου ζούσε ο Ιωάννης, συγκεκριμένα στη Βηθαβαρά, έναν πάμφτωχο τόπο κατοικημένο από φτωχούς ψαράδες. Αυτός είναι και ο λόγος που οι μαθητές ρώτησαν αμέσως να μάθουν σε ποιά καλύβα μένω.
[2] Γιατί εφ’ όσον Εγώ ο ίδιος ήμουν πριν από τη βάπτιση για 40 μέρες στην περιοχή εκείνη και προετοίμαζα την ανθρώπινη υπόστασή Μου με νηστεία και διάφορες ασκήσεις για την διδασκαλία που θα αναλάμβανα, είναι ιστορικά σαφές και βέβαιο ότι θα πρέπει να είχα ένα κατάλυμα κάπου εκεί στην έρημη και αφιλόξενη αυτή περιοχή, την οποία είχα θεωρήσει την πιο κατάλληλη για τον σκοπό Μου.
[3] Οι δύο μαθητές ήξεραν ασφαλώς ότι ήμουν ήδη από αρκετόν καιρό στην περιοχή, γιατί σίγουρα θα Με είχαν δει εκεί αρκετές φορές χωρίς, ωστόσο, να ξέρουν ποιός είμαι. Γι’ αυτό και ζήτησαν να μάθουν αμέσως όχι ποιά πόλη ήταν η γενέτειρά Μου, παρά μόνο για την καλύβα μου στη Βηθαβαρά. Το μέρος αυτό το αποτελούσαν κυρίως πολύ φτωχικές καλύβες ψαράδων φτιαγμένες από πηλό και καλάμια, που συχνά ήταν τόσο χαμηλές ώστε ένας άντρας δύσκολα στεκόταν όρθιος μέσα εκεί.
[4] Και μια καλύβα σαν κι αυτές, που την είχα φτιάξει με τα ίδια Μου τα χέρια αρκετά βαθιά μέσα στην έρημο, Μου χρησίμευε πράγματι σαν κατοικία. Από αυτό το γεγονός ξεκίνησαν και τα ερημητήρια που συναντώνται ακόμη και σήμερα σχεδόν σε όλες τις χριστιανικές χώρες.
39. Εκείνος τους είπε: «Ελάτε να δείτε!» Πήγαν μαζί του και είδαν και έμειναν εκείνη την ημέρα μαζί Του. Ήταν περίπου η δέκατη ώρα.
[5] Επομένως η καλύβα αυτή δεν ήταν μακριά από το μέρος όπου ζούσε ο Ιωάννης. Γι’ αυτό άλλωστε είπα στους δύο μαθητές «Ελάτε να δείτε!» κι εκείνοι αμέσως Με ακολούθησαν, έφθασαν γρήγορα στην καλύβα μαζί Μου και παραξενεύτηκαν πολύ βλέποντας ότι ο κεχρισμένος του Θεού κατοικούσε σχεδόν στην πιο φτωχική καλύβα που επιπλέον βρισκόταν μέσα σε μια εντελώς αφιλόξενη περιοχή της ερήμου εκείνης!
[6] Αυτό όμως δεν έγινε στο διάστημα που συνηθίζουν οι σημερινές χριστιανικές κοινότητες να νηστεύούν για 40 μέρες, αλλά δύο φεγγάρια αργότερα. Όταν φθάσαμε στην καλύβα, ήταν περίπου η δέκατη ώρα, δηλαδή σύμφωνα με τον σημερινό υπολογισμό του χρόνου ήταν περίπου τρεις το μεσημέρι. Γιατί τον καιρό εκείνον η ανατολή του ήλιου όριζε την πρώτη ώρα της ημέρας, αφού όμως ο ήλιος δεν ανατέλλει κάθε μέρα την ίδια ώρα, τα διαστήματα της ημέρας που αναφέρονταν τότε ως ώρες δεν μπορούν να αντιστοιχιστούν ακριβώς, παρά μόνο κατά προσέγγιση με τις σημερινές ώρες. Γι’ αυτό και είπα πιο πάνω ότι ήταν περίπου τρεις μετά το μεσημέρι όταν έφθασα στην καλύβα με τους δύο μαθητές. Εφ’ όσον αυτοί οι δύο μαθητές πέρασαν την ημέρα εκεί μαζί Μου μέχρι τη δύση του ήλιου, ασφαλώς σε κάθε αναγνώστη με ερευνητικό πνεύμα θα γεννηθεί το ερώτημα τι κάναμε οι τρεις μας στην καλύβα από τις τρεις μέχρι περίπου τις οκτώ το βράδυ. Γιατί δεν έχει γραφτεί τίποτα σχετικά. Το θέμα αυτό είναι απλά αυτονόητο: τους εξηγούσα ποιός είναι ο μελλοντικός προορισμός τους και επίσης τους έδειξα πώς και πού θα αρχίσω το έργο της διδασκαλίας Μου και πώς θα δεχθώ ως μαθητές Μου στην περιοχή αυτή και άλλους που έχουν παρόμοιο πνεύμα και βούληση. Παράλληλα τους ανέθεσα επίσης την εντολή να διερευνήσουν και να συζητήσουν αν υπάρχουν ανάμεσα στους συναδέλφους τους, που οι περισσότεροι ήταν κι εκείνοι ψαράδες, κάποιοι ακόμη που θα ήθελαν να Με ακολουθήσουν. Αυτά συζητούσαμε όλη εκείνη την ώρα. Όταν όμως έφθασε το βράδυ, τους έστειλα πίσω, κι εκείνοι έφυγαν, πολύ χαρούμενοι αλλά συνάμα και πολύ προβληματισμένοι, για να επιστρέψουν στους δικούς τους. Γιατί είχαν γυναίκες και παιδιά και δεν ήξεραν τι να κάνουν σχετικά με αυτούς.
40. Ο ένας από τους δυο που άκουσαν να μιλάει έτσι ο Ιωάννης (για τον Ιησού) και στη συνέχεια Τον ακολούθησαν, ήταν ο Ανδρέας, ένας αδελφός του Σίμωνα Πέτρου.
[7] ‘Ενας από τους δύο, που ονομαζόταν Ανδρέας, έκανε λιγότερο χρόνο να λάβει την απόφασή του και ήθελε να Με ακολουθήσει οπωσδήποτε. Για το λόγο αυτόν αναζήτησε αμέσως και τον αδελφό του Σίμωνα που βρισκόταν ακόμη κάπου εκεί και ασχολείτο με τα δίχτυα του.
41. Αυτός βρίσκει πρώτα τον αδελφό του Σίμωνα και του λέει: «Βρήκαμε τον Μεσσία!» (Μεσσίας σημαίνει κεχρισμένος, δηλαδή Χριστός).
[8] Αφού τον βρήκε μετά από κάποια ώρα αναζήτησης, το πρώτο που του ήρθε να κάνει ήταν να αρχίσει να του διηγείται ότι βρήκε τον Μεσσία που υπόσχονταν οι Γραφές, μαζί με έναν άλλον μαθητή που όμως δεν είχε ακόμη αποφασίσει οριστικά να Με ακολουθήσει.
42. (Ο Σίμωνας εκδήλωσε την επιθυμία του να δει τον Ιησού) και ο Ανδρέας τον οδήγησε στον Ιησού. Όταν τον είδε ο Ιησούς, είπε: «Εσύ είσαι ο Σίμων, ο γιος του Ιωνά. Από δω και πέρα όμως θα ονομάζεσαι Κηφάς (που σημαίνει “βράχος”)».
[9] Όταν ο Σίμων άκουσε να μιλούν έτσι για Μένα, εξέφρασε τη ζωηρή επιθυμία να Με δει το συντομότερο, γιατί δεν ήταν παρών κατά τη βάπτισή Μου. Ο Ανδρέας είπε: «Σήμερα δεν είναι πια δυνατόν να γίνει αυτό, όμως αύριο την αυγή θα βρίσκεσαι κοντά Του!»
[ 10] Τότε είπε ο Σίμων, που πάντοτε, ό,τι και να έκανε, μιλούσε παράλληλα με ενθουσιασμό για τον Μεσσία και ήταν της γνώμης ότι ο Μεσσίας θα βοηθούσε τους φτωχούς και θα εξολόθρευε ολοκληρωτικά τους σκληρόκαρδους πλούσιους: «Αδελφέ, δεν υπάρχει καθόλου χρόνος για χάσιμο. Θα τα παρατήσω αμέσως όλα και θα Τον ακολουθήσω ως το τέλος τον κόσμου, αν μου το ζητήσει. Γι’ αυτό, πρέπει να με πας αμέσως κοντά Του, γιατί αισθάνομαι τεράστια επιθυμία γι’ αυτό και πρέπει να Τον δω και να Του μιλήσω σήμερα ακόμη. Η νύχτα είναι φωτεινή και η καλύβα Του δεν είναι μακριά. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν αμέσως να πάμε να Τον βρούμε. Ποιός ξέρει αν αύριο θα είναι ακόμη εκεί;»
[11] Αφού εκείνος άσκησε τόσο μεγάλη πίεση, ο Ανδρέας τον οδήγησε σε Μένα. Καθώς όμως οι δυο τους πλησίαζαν μέσα στην προχωρημένη νύχτα την καλύβα Μου, ο Πέτρος στάθηκε περίπου 30 βήματα πριν από την καλύβα και είπε συγκινημένος στον Ανδρέα: «Η διάθεσή μου γίνεται παράξενη! Με πιάνει μια γλυκειά ανησυχία! Καλά-καλά δεν τολμώ να προχωρήσω ακόμη ένα βήμα, ενώ παρ’ όλ’ αυτά η επιθυμία μου να Τον δω είναι τόσο θερμή!»
[12] Τότε βγήκα από την καλύβα Μου για να προϋπαντήσω τα δύο αδέλφια, πράγμα που εκφράζουν τα λόγια ότι τον είδα. Είναι αυτονόητο ότι η έκφραση «τον είδα» σημαίνει πως βγήκα να τον συναντήσω, όταν αναφέρεται σε κάποιον που έρχεται σε Μένα με καθαρή καρδιά όπως τον Σίμωνα. Γι’ αυτό άλλωστε τον αναγνώρισα αμέσως, δηλαδή τον δέχθηκα, και το νέο όνομα είναι ένα πρώτο μερίδιο του βασιλείου Μου που του παραχωρώ. Εδώ, ο Σίμων λαμβάνει αμέσως το όνομα Κηφάς, δηλαδή βράχος ως προς την πίστη του, γιατί είχα δει από καιρό τι είδους πνεύμα έδινε και δίνει ζωή στον Πέτρο.
[13] Αυτή Μου η προσφώνηση αποτέλεσε για τον Πέτρο ή Σίμωνα επαρκές σημάδι για το ότι ήμουν χωρίς αμφιβολία ο αναμενόμενος Μεσσίας και στη συνέχεια ποτέ πια δεν άφησε χώρο στην καρδιά του για αμφιβολίες για Μένα ούτε Με ρώτησε ποτέ αν ήμουν ο σωστός, γιατί η καρδιά του ήταν γι’ αυτόν η μόνη σίγουρη και έγκυρη απόδειξη. Οι δυο αδελφοί έμειναν μαζί Μου μέχρι το πρωί και ποτέ δεν Με εγκατέλειψαν μετά από αυτό.