Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ
«Όποιος αποδέχεται και τηρεί τις εντολές της αγάπης και δεν αιχμαλωτίζεται από τον κόσμο, είναι βέβαιο ότι θα φτάσει στην τελείωση και δεν πρόκειται να αισθανθεί με κανέναν τρόπο το θάνατο.
Γιατί όποιος αφυπνίσει την αιώνια ζωή του Πνεύματος, όντας ακόμη μέσα στο φυσικό του σώμα, το μόνο που θα αισθανθεί όταν αποβάλλει τη σάρκα του, θα είναι ένα αίσθημα μακάριας ελευθερίας.
Το τελειοποιημένο είναι του θα έχει διαυγέστατη συνείδηση του τι του συμβαίνει. Το δε πεδίο της όρασης και της ζωής του θα επεκταθεί επ’ άπειρον».
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Η πατρίδα της ψυχής»)
Ο σωματικός θάνατος του ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία μετάβαση σε ένα άλλο επίπεδο ύπαρξης, όπου το σαρκικό, γήινο σώμα, εγκαταλείπεται πλέον σαν ακατάλληλο και περιττό.
«’Οταν καλούμαστε από τον Θεό να εγκαταλείψουμε αυτόν τον κόσμο, ένας Άγγελός Του, απελευθερώνει όλα όσα ανήκουν στο πνεύμα από τα δεσμά της ύλης, παραδίδοντας την ψυχή στην αποσύνθεση.
Ο Αγγελος αυτός, λαμβάνει μόνο την ψυχή μαζί με το ζωντανό της πνεύμα, καθώς και οτιδήποτε από τη σωματική ύλη που έχει προσχωρίσει στην ψυχή.
Συνενώνοντας όλα αυτά τα στοιχεία σε μία ολοκληρωμένη αιθερική ανθρώπινη μορφή, τα οδηγεί σύμφωνα με τον αμετάβλητο Θέίκό Νόμο, στον Κόσμο των Πνευμάτων».
Οι σκέψεις και τα συναισθήματα με τα οποία αντιμετωπίζει ο κάθε άνθρωπος αυτές τις καταστάσεις, διαφέρει από άτομο σε άτομο.
Η αντιμετώπιση αυτή εξαρτάται κυρίως από το βαθμό συνειδητότητας που έχει επιτύχει η κάθε ψυχή, όπως και από την κατεύθυνση προς την οποία στρέφεται η αγάπη της, δηλαδή εάν η ψυχή στρέφει την αγάπη της περισσότερο προς τον Θεό ή προς τον κόσμο.
«Πολλοί άνθρωποι, δεν έχουν ούτε την παραμικρή συναίσθηση ότι υπάρχει μία ζωή μετά το θάνατο, ζώντας σε μία κατάσταση διαρκούς φόβου. Αυτός ο φόβος έχει τις ρίζες του στην αγάπη που νιώθουν αυτοί οι άνθρωποι για τον εαυτό τους και γι’ αυτόν τον κόσμο.
Μέσα από αυτή τη λανθασμένη κατεύθυνση της αγάπης, η ψυχή προσκολλάται στη σάρκα της και αναμειγνύεται με αυτή σε υπερβολικό βαθμό.
Αυτό έχει σαν συνέπεια η ψυχή να κυριεύεται όλο και πιο πολύ από την αίσθηση της παροδικότητας και του θανάτου, ώστε τελικά να την καταλαμβάνει ο φόβος και ο τρόμος.
Κοίταξε, οι προπάτορες της ανθρωπότητας δεν φοβόντουσαν το θάνατο, αντιθέτως νοσταλγούσαν τη στιγμή που θα απελευθερώνονταν από το υπέργηρο και εξασθενημένο σώμα τους.
Σαν συνέπεια της θεάρεστης ζωής που έκαναν, έβλεπαν από καιρό σε καιρό φωτεινά οράματα, μέσα από τα οποία κατανοούσαν τη ζωή της ψυχής στον άλλο κόσμο μετά την απελευθέρωσή της από το σώμα.
Στη σημερινή εποχή όμως έχει εξαφανισθεί η πίστη στον Θεό σχεδόν ολοκληρωτικά.
Από πού να προέλθει λοιπόν στην ψυχή αυτή η φωτιαμφιβοσμένη συνείδηση; Τη στιγμή που υπάρχει μία σχεδόν γενική λία ως προς αυτό που αποτελεί την ίδια τη βάση της ζωής, δεν είναι να απορεί κανείς που υπάρχει μία τόσο μεγάλη αμφιβολία σχετικά με τη ζωή της ψυχής μετά το θάνατο.
Πήγαινε στους Σαδδουκαίους και θα διαπιστώσεις ότι είναι εντελώς υλιστές. Θα δεις ότι δεν πιστεύουν στον Θεό, και ότι σαν άνθρωποι, πάνω απ’ όλα αγαπούν τον εαυτό τους, γι’ αυτό λοιπόν αρνούνται και τη μετά το θάνατο ζωή.
Αντιθέτως, στην Ινδία μπορεί να συναντήσεις ακόμη και σήμερα ανθρώπους, οι οποίοι έχουν με τις ψυχές των πεθαμένων ανθρώπων την ίδια επικοινωνία που έχουν και με τους ζωντανούς.
Θα διαπιστώσεις μάλιστα ότι συνομιλούν μαζί τους για χίλια δύο θέματα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν νιώθουν για το θάνατο ούτε την παραμικρή φοβία, αντιθέτως, για αυτούς η ημέρα του θανάτου ενός ανθρώπου είναι ημέρα γιορτής».
Σε έναν Ινδό μάγο, ο οποίος παραπονιέται ότι στο αποκορύφωμα της ζωής, το οποίο μάλιστα συνήθως αποκτάται μέσα από τόσους κόπους και βάσανα, εγκαταλείπεται ο άνθρωπος από τις ζωτικές δυνάμεις, αναγκαζόμενος να σέρνει το σώμα του με δυσκολία, ο Ιησούς απαντά:
«Ακολουθείτε πιστά τους δρόμους που Εγώ σας έδειξα’ έτσι φτάνοντας ακόμη και στα βαθιά γεράματα, δεν θα υπάρχει σχεδόν τίποτα για το οποίο θα χρειαστεί να παραπονεθείτε και η αποχώρησή σας από αυτό τον κόσμο θα γίνεται με τον πιο απαλό τρόπο!
Οι ταλαιπωρίες στο τέλος της ζωής έρχονται μόνο σε εκείνους που έθαψαν την ψυχή τους μέσα στο σώμα τους και αυτό σαν συνέπεια της αγάπης τους για τις απολαύσεις αυτής της Γης.
Γιατί μία τέτοια ψυχή, προκειμένου να μη διαφθαρεί εντελώς από τη σάρκα της, είναι συνήθως αναγκαίο, να αποχωριστεί από αυτή με βίαιο τρόπο, πράγμα που δημιουργεί δυσβάστακτους σωματικούς πόνους.
Αυτό το πράγμα είναι πολύ ωφέλιμο για την ψυχή, γιατί μέσα από τους σωματικούς πόνους απελευθερώνεται από τις αισθησιακές επιθυμίες της.
Έτσι όταν η ψυχή θα βρεθεί στον άλλο κόσμο, θα μπορέσει να βρει το δρόμο της πνευματικής προόδου με μεγάλη ευκολία.
Ωστόσο υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι έχουν παραδοθεί στα γήινα πράγματα, δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού και όμως απολαμβάνουν μία υγιέστατη και απροβλημάτιστη ζωή μέχρι τα βαθιά γεράματα, αποχωρώντας μάλιστα και με ένα γρήγορο και ανώδυνο θάνατο.
Σας λέω όμως ότι αυτοί οι άνθρωποι, έχουν ήδη απολαύσει το μισθό τους σε αυτό τον κόσμο και δύσκολα θα μπορέσουν να αποκτήσουν κάτι από το μισθό του άλλου κόσμου».
Όταν έρχεται η ώρα της αναχώρησης της ψυχής από το σώμα της, τότε ο άγγελος φύλακας που αναλαμβάνει το καθήκον του άγγέλου του θανάτου, δίνει το σήμα με μία πνοή της θέλησής του.
Τότε ο πνευματικός σπινθήρας που διαμένει μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, ανυψώνεται στον αέρα πάνω από το σώμα του και συμβαίνει με την ψυχή ένα παρόμοιο φαινόμενο σαν αυτό που παρατηρείται όταν η βασίλισσα του μελισσιού εξέρχεται από την κυψέλη.
Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν εξέρχονται και οι μυριάδες ψυχικοί σπινθήρες από το σώμα και συναθροίζονται τριγύρω από τον πνευματικό σπινθήρα που αποτελεί το κέντρο της ζωής του ανθρώπου.
Όπως και οι μέλισσες δεν βγαίνουν από την κυψέλη όλες ταυτοχρόνως, έτσι και οι ψυχικοί σπινθήρες δεν ακολουθούν όλοι τους το πνεύμα με την ίδια προθυμία.
Συνήθως, μόνον ένα μέρος από αυτούς διαθέτει την ουράνιαπνευματική συνειδητότητα ώστε να ακολουθήσει τον αρχηγό του με χαρά και προθυμία.
Και αυτό το πράγμα δημιουργεί συνήθως ένα μακροχρόνιο πέρα-δώθε ανάμεσα στους δύο πόλους, το πνεύμα και το σώμα.
Το πνεύμα, προσπαθεί με δυναμισμό να τραβήξει προς το μέρος του ό,τι είναι δυνατόν να ελκυσθεί, αλλά για ένα μέρος από τους ψυχικούς σπινθήρες είναι συνήθως μάταιος ο κόπος.
Η αγάπη που έχει αναπτυχθεί μέσα τους για τη σάρκα και τον υλικό κόσμο είναι τόσο μεγάλη, που με τη δική τους θέληση αποφασίζουν να παραμείνουν κοντά στο αγαπημένο σώμα.
Και επειδή στο βασίλειο του Ουράνιου Πατέρα μας, η ελεύθερη θέληση είναι ο βασικός νόμος, γι’ αυτό και για την ώρα, τους δίνεται αυτή η ευκαιρία.
Εάν λάβουμε υπ’ όψιν μας όλες αυτές τις καταστάσεις, τότε γίνεται φανερό ότι και ο τρόπος με τον οποίο βιώνει μία ψυχή τον αποχωρισμό της από το σώμα, είναι πολύ διαφορετικός, ανάλογα εάν η αγάπη μίας ψυχής στρέφεται περισσότερο προς τα εγκόσμια ή τα ουράνια πράγματα.
Σε κάποιο άλλο σημείο διαβάζουμε ότι υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι παρόλο που ήταν εξαιρετικά ευσεβείς και δίκαιοι, έφυγαν από αυτό τον κόσμο με τρόπο βίαιο.
Σε αυτή την περίπτωση μπορούμε να υποθέσουμε μία από τις εξής δύο εκδοχές: σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, αυτό μπορεί να συμβαίνει γιατί ο Θεός οδηγεί αυτό τον άνθρωπο σε μία μεγάλη δοκιμασία υπομονής, η οποία στοχεύει στο να αποκτήσει η ψυχή του μία ακόμη μεγαλύτερη καθαριότητα ή και σταθερότητα που θα του είναι πολύ χρήσιμη για την περαιτέρω πορεία του στον άλλο κόσμο.
Κατά τη δεύτερη εκδοχή, μπορεί αυτός ο άνθρωπος που απόκτησε την ευσέβειά του κατά το τελευταίο μέρος της ζωής του, να είχε διαπράξει στον καιρό της νεότητάς του ορισμένες νεανικές αμαρτίες που να διατάραξαν την αρμονία της σωματικής του φύσης.
Οι συνέπειες αυτών των καταστάσεων, μπορεί με τη σειρά τους να του επιφυλάσσουν για το τέλος της ζωής του κάποιες πίκρες.
Αλλά αυτό το οποίο μπορούμε να αποδεχτούμε με βεβαιότητα είναι, ότι αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι έζησαν τη ζωή τους σύμφωνα με τους Θεϊκούς νόμους από την αρχή και μέχρι το τέλος, αποχωρούν από αυτόν τον κόσμο με τον πιο ανώδυνο τρόπο.
Ας στρέψουμε όμως την προσοχή μας στο τι επακολουθεί μετά από τη στιγμή του θανάτου, όταν το πνευματικά ώριμο μέρος της ψυχής αποχωρίζεται από το σώμα και συναθροίζεται γύρω απο τον καθαρά πνευματικό οδηγό του, που το τακτοποιεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματιστεί ένα καινούργιο αιθερικό-ψυχικό σώμα σύμφωνα με το αρχέγονο ανθρώπινο πρότυπο, όπου ο ίδιος λαμβάνει τη θέση του, στην καρδιά αυτού του σώματος.
Στο έργο του Λόρμπερ «Η Θεία Οικονομία» διαβάζουμε τα εξής: Όταν σύμφωνα με το θεϊκό θέλημα το πνεύμα εγκαταλείπει την ύλη, δεν την εγκαταλείπει σαν ένα ολοκληρωτικά ελεύθερο (ασώματο) και καθαρότατο πνεύμα, αλλά πάντοτε με ένα καινούργιο αιθερικό σώμα (φτιαγμένο από τους πνευματοποιημένους σπινθήρες της ψυχής), το οποίο δεν μπορεί να εγκαταλείψει ποτέ ξανά.
Αυτός ο καινούργιος άνθρωπος, δεν αποτελείται πια από την τριαδικότητα πνεύματος, ψυχής και σώματος, αλλά μόνο από μία διαδικότητα από πνεύμα και ψυχικό σώμα.
Τότε πια η ψυχή γίνεται το αιθερικό σώμα του πνεύματος. Αυτός ο καινούργιος άνθρωπος εξακολουθεί προς το παρόν να έχει τις ίδιες σκέψεις, τα ίδια συναισθήματα, τις ίδιες επιθυμίες και τις ίδιες επιδιώξεις που είχε και στην προηγούμενη κατάσταση της ζωής του επάνω στη Γη.
Αυτό συμβαίνει γιατί πρόκειται για την ίδια την ψυχή, ενωμένη με το ίδιο το πνεύμα. Γι’ αυτό και η όλη υπόθεση είναι στην πραγματικότητα, σαν ο άνθρωπος απλά να έβγαλε από πάνω του ένα παλιό ρούχο.
Η Ψυχή στον κόσμο του Πνεύματος
«Κοίταξε εάν ο Θεός είχε δημιουργήσει τον άνθρωπο για αυτή τη Γη και μόνο, τότε η όλη υπόθεση από πλευράς του δεν θα ήταν παρά ένας περίεργος ερασιτεχνισμός, καθώς από τη μία μεριά διαρκώς θα δημιουργούσε, και από την άλλη θα κατέστρεφε οτιδήποτε θα είχε δημιουργήσει.
Αλλά ακριβώς επειδή ο Θεός δημιούργησε τους ανθρώπους για μία ανώτερη και αιώνια ζωή, γι’ αυτό τους αφήνει να διαμένουν στη Γη, μόνο όσον καιρό είναι απαραίτητο για να ολοκληρώσουν την αναγκαία δοκιμασία της θέλησης, ή τουλάχιστον προκειμένου να πέρασουν μέσα από το δρόμο της σάρκας.
Και έτσι, αυτό από πλευράς Του, είναι μία πράξη πραγματικής και ζωντανής αγάπης προς τους ανθρώπους, τους οποίους διατηρεί σε αυτόν τον κόσμο της δοκιμασίας, μόνο για τόσο καιρό όσο είναι απαραίτητο.
Εγκαταλείποντας ο άνθρωπος αυτή τη Γη, οδηγείται στον άλλό κόσμο σε κατάλληλα σχολεία όπου του δίνεται η ευκαιρία να κατακτήσει την πραγματική πληρότητα της ζωή».
«Η ζωή της ανθρώπινης ψυχής, μετά από την αποχώρησή της από το σώμα, είναι μία διαδικασία διαρκούς ανέλιξης, καθώς η ολοκλήρωση δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μίας στιγμής.
Και αυτό επειδή η ψυχή, (παρόμοια με τον προηγούμενο σωματικό φορέα της), είναι μία οντότητα που είναι περιορισμένη τόσο στο χώρο όσο και στο χρόνο. Πέρα από αυτό είναι μια οντότητα που έχει συμπιεστεί μέσα σε μιά ανθρώπινη μορφή, και έτσι δεν μπορεί να αφομοιώσει το άπειρο, ως προς το χώρο, το χρόνο και την απεριόριστη δύναμη του Θεϊκού Πνεύματος, παρά μόνοί σταδιακά.
Εξαρτάται λοιπόν από το επίπεδο της εσωτερικής ηθικής που έχει κατακτήσει μία ψυχή μέχρι τον αποχωρισμό της από το σώμα.
Εάν αυτή έχει φτάσει σε μία εναρμόνιση προς τους Θεϊκούς νόμους, τότε και η κατάσταση στην οποία θα βρεθεί η ψυχή στον άλλο κόσμο, θα είναι τέτοια ώστε να μεταπηδήσει απευθείας σε ένα ανώτερο επίπεδο ολοκλήρωσης της ελεύθερης ζωής της, από το οποίο και πάλι θα μπορεί να εξελίσσεται σε ένα ολοένα υψηλότερο επίπεδο ύπαρξης.
Εάν πάλι η ψυχή αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σώμα χωρίς να μπορέσει να στραφεί έστω και λίγο προς το καλό και την Αλήθεια και αυτό είτε από ελλειπή διαπαιδαγώγηση, ή στη χειρότερη περίπτωση από έλλειψη καλής θέλησης, τότε είναι φανερό ότι μία ψυχή που είναι τόσο παραμορφωμένη, θα βρεθεί στον άλλο κόσμο σε μία όχι και τόσο ζηλευτή κατάσταση.
Σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με την Αγάπη και τη Σοφία του Θεού, είναι απαραίτητο για την ψυχή να καθαριστεί από την ακατέργαστη-ζωώδη φύση της, ώστε έτσι θεραπευμένη να προχωρήσει προς ένα υψηλότερο επίπεδο ύπαρξης».
«Μπορείς από τα ίδια τα παιδιά σου να καταλάβεις το πόσο δύσκολο και κοπιαστικό είναι το έργο που απαιτείται, ώστε μια νωθρή ψυχή που νιώθει αγάπη για τα εγκόσμια, να κατανοήσει ποιό είναι το καλό και το αληθινό νόημα της ζωής σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αποφασίσει πλέον να εναρμονίσει με αυτό τη δραστηριότητά της.
Έτσι οι δυσκολίες που προκύπτουν για μία ψυχή στον άλλο κόσμο (η οποία ήδη αλλοτριώθηκε από τη γήινη πορεία της) αυξάνονται κατά πολύ, γιατί παρανόησε ένα σωρό πράγματα, θεμελιώνοντας τις απόψεις της επάνω στο κακό και το αναληθές.
Μια τέτοια θεμελίωση μπορεί να παρομοιαστεί σαν μία σκλήρυνση της αγάπης και της θέλησης της ψυχής, που βασικά είναι οι δύο παράγοντες που συνιστούν τη ζωή και την υποκειμενική ύπαρξη του ανθρώπου.
Εάν λοιπόν της αφαιρούσα εγώ αυτήν της τη θέληση, θα ήταν σαν να της αφαιρούσα την ίδια της τη ζωή.
Γι’ αυτό και θα πρέπει κανείς με αυτές τις ψυχές να ενεργεί με πολύ μεγάλη προσοχή, κατευθύνοντάς τες σιγά-σιγά προς το σωστό δρόμο.
Γι’ αυτό το έργο όμως, απαιτείται ο ύψιστος βαθμός Αγάπης, Σοφίας και Υπομονής. Γιατί με μία τέτοια ψυχή, πρέπει κανείς να συντονίζει τη δράση του με τέτοιο τρόπο, ώστε στα μάτια της να φαίνεται ότι αυτό συμβαίνει στο περιβάλλον της.
Να την αφήνει δηλαδή να βρεθεί μέσα από τις επιθυμίες και τις πράξεις της σε τέτοιες καταστάσεις, ώστε να καταλάβει από μόνη της σε πόσο μεγάλη πλάνη βρίσκεται.
Εάν λοιπόν αρχίσει μία ψυχή να αντιλαμβάνεται αυτά τα πράγματα στον εαυτό της, τότε η πρώτη επιθυμία της είναι να μάθει γιατί της συμβαίνουν όλες αυτές οι ταλαιπωρίες.
Εάν η ψυχή φτάσει σε μία τέτοια κατάσταση, τότε είναι και η κατάλληλη ώρα για να της σταλεί ένας καθοδηγητής.
Αυτή η σοφή πνευματική οντότητα, της παρουσιάζεται σαν να βρίσκεται στην ίδια μοίρα, δίνοντάς της έτσι την ευκαιρία να συζητήσει μαζί της για το ένα ή το άλλο θέμα.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία αρχίζει η παραπλανημένη ψυχή να φωτίζεται και να αντιλαμβάνεται (σαν μέσα από τον ίδιο της τον εαυτό), ότι βρίσκεται σε μεγάλη πλάνη και αρχίζει έτσι να νοσταλγεί το πραγματικό φως, ολοένα περισσότερο.
Εφόσον συμβούν όλα αυτά, τότε η ψυχή που προηγουμένως προχωρούσε στο σκοτάδι, αρχίζει σύντομα να προωθείται προς το φως.
Αλλά μία αστραπιαία μεταστροφή της θα σήμαινε για αυτήν τη βέβαη καταστροφή».
Σε αυτή τη κατάσταση σκότους στην οποία βρίσκονται οι αισθησιακές-εγωϊστικές και γενικά αλλοτριωμένες ψυχές, τις πλησιάζουν μόνο οι άγγελοι, που προσπαθούν να διεγείρουν τη φαντεασία τους χρησιμοποιώντας αποκλειστικά αντιστοιχίες.
Εάν μία ψυχή απορρίπτει τις διδασκαλίες που της προσφέρθηκαν με αυτό τον τρόπο, τότε παραμένει σε αυτή την ονειρική κατάσταση (η οποία λαμβάνει μία διαρκώς χειρότερη μορφή) για ένα πολύ μακρύ χρονικό διάστημα.
Και σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για πρόοδο, αλλά ούτε και για μια βαθύτερη κατανόηση.
Εάν όμως η ψυχή στραφεί προς αυτή τη διδασκαλία που της προσφέρεται και την αποδεχτεί χρησιμοποιώντας την για την καλυτέρευσή της, τότε αυτό που αποδέχεται μένει μέσα της σαν απόκτημα.
Και έτσιξεκινάει μία διεργασία, κατά την οποία αρχίζει μέσα από το όνειρο να κτίζεται ένας μόνιμος κόσμος.
Όσο περισσότερο αποδέχεται η ψυχή αυτό που της προσφέρεται από το πνεύμα της στο όνειρο, τόσο περισσότερο δένεται μαζί του και έτσι χωρίς να το συνειδητοποιεί, προσχωρεί σε αυτό όλο και πιο πολύ, με αποτέλεσμα να οδηγείται μέσα από το πνεύμα της στο προαιώνιο Φως της Αλήθειας.
Με ιδιαίτερη σοβαρότητα εφιστάται η προσοχή στις δυσκολίες που παρουσιάζει η εξέλιξη στον άλλο κόσμο:
«Η ψυχή κάποιων ανθρώπων συνετίζεται, όπως και κατά τη γήινη πορεία της, μόνο μέσα από τις μεγάλες ταλαιπωρίες και τους πόνους που η ίδια επέφερε στον εαυτό της κατά την αλλοτριωμένη της ζωή!
Έτσι μαθαίνει να δρα με περισσότερη νηφαλιότητα, υπομονή, ταπεινοφροσύνη, με αποτέλεσμα η εσωτερική της ζωή να γίνεται βαθύτερη και σοβαρή.
Στον άλλο κόσμο οι ψυχές με τον καιρό μαθαίνουν τη σύνεση μέσα από ένα σωρό ταλαιπωρίες και πόνους που οι ίδιες επιφέρουν στον εαυτό τους.
Και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκτούν από μόνες τους μία πραγματική απέχθεια απέναντι στην αλλοτριωμένη δράση τους.
Έτσι απορρίπτοντας ολόκληρη την παλιά τους στάση, αλλάζουν το σκεπτικό και με αυτό τον τρόπο δράσης τους, προχωρώντας (μέσα από το Φως του πνεύματος) σκαλί-σκαλί προς μία φωτεινότερη και πιο ευτυχισμένη ύπαρξη.
Αλλά στον άλλο κόσμο, όλες αυτές οι διεργασίες γίνονται με πολύ μεγαλύτερους κόπους και δυσκολίες από ό,τι σε αυτόν τον κόσμο.
Και για κάποιες ψυχές που έχουν βυθιστεί πολύ βαθιά στο σκοτάδι, μπορεί να χρειαστεί μία για σας ασύλληπτα μακρινή περίοδος προτού μπορέσουν να βρουν το δρόμο τους προς την αιώνια και ακατάβλητη Τάξη Μου.
Σε αυτή τη Γη, ο κάθε άνθρωπος διαθέτει κάτω από τα πόδια του ένα σταθερό έδαφος. Μπροστά του ανοίγεται ένας μεγάλος αριθμός καλών και κακών δρόμων, και ο καθένας έχει τριγύρω του ένα σωρό σύμβουλους, οδηγούς και δασκάλους.
Ο καθένας μπορεί αφού εξετάσει και ζυγίσει τα πράγματα, να πάρει εύκολα την απόφασή του και να ταχθεί με τη μεριά του καλού.
Αλλάζοντας τη θέληση και τις προτιμήσεις του θα εναρμονίζεται σε όλες του τις πράξεις ολοένα περισσότερο με την Τάξη Μου, η οποία θα του γίνεται ολοένα πιο φανερή,ώστε διαρκώς θα ολοκληρώνεται.
Αλλά στον άλλο κόσμο, η Ψυχή του ανθρώπου δεν έχει κανέναν άλλον εκτός από τον ίδιο της τον εαυτό και είναι ο δημιουργός του ίδιου της του κόσμου, έτσι όπως γίνεται και στα όνειρα.
Και σε έναν τέτοιο κόσμο δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν άλλοι δρόμοι, εκτός από αυτούς που η ίδια η ψυχή κατασκεύασε στη φαντασία της, με τις επιθυμίες και τη θέλησή της.
Εάν οι προτιμήσεις και η θέλησή της είναι σε αρμονία με την Τάξη Μου, έστω και κατά το μεγαλύτερο τους μέρος, τότε και με βάση κάποιες πικρές εμπειρίες που είχε (ακολουθώντας τον ένα ή τον άλλο στραβό δρόμο), θα μπορέσει με μεγαλύτερη ευκολία να πάρει την απόφασή της και να προχωρήσει στους δρόμους τής Τάξης.
Έτσι θα προωθηθεί από αυτή την ονειρική και φαντασιώδη κατάσταση, προς μία κατάσταση πραγματικής ύπαρξης στην οποία τα πάντα πια θα της γίνονται κατανοητά χάρη σ’ ένα διαρκώς αυξανόμενο φως.
Και μια τέτοια ψυχή προχωρεί σύντομα και εύκολα προς τα εμπρός.
Αντίθετα μία εγωϊστική και αλλοτριωμένη ψυχή, (στον ονειρικό κόσμο της οποίας δεν υπάρχει ούτε ένα δρομάκι που να οδηγεί στην Τάξη), σίγουρα θα αργήσει πάρα πολύ μέχρι να αποφασίσει να βαδίσει επάνω σ’ έναν κανονικό δρόμο προς το Φως της ζωής, ώστε παλεύοντας και με τα τελευταία εμπόδια να εισέλθει ολοκληρωτικά στην Τάξη Μου.
Πόσο δύσκολα όμως θα είναι τα πράγματα στον άλλο κόσμο, για μια ψυχή η οποία δεν έχει προχωρήσει ούτε μισό ή έστω και το ένα τέταρτο του δρόμου που οδηγεί στην Τάξη μου, και που δεν μπορεί καν να βρει έναν δρόμο προς αυτήν; Κοίταξε, αυτό ουσιαστικά είναι η κόλαση!
Μία τέτοια ψυχή θα περάσει απ’ όλους τους συνήθως κακοτράχαλους και αρνητικούς δρόμους που υπάρχουν μέσα στη σκοτεινή φαντασία της, ώσπου τελικά θα θελήσει να κυριαρχήσει ακόμη και επάνω Μου.
Επειδή όμως με αυτά δεν πρόκειται να κερδίσει τίποτα, αλλά αντίθετα συνεχώς θα χάνει, γι’ αυτό οργίζεται όλο και περισσότερο και σκεπτόμενη πως να εκδικηθεί, σκοτίζεται και αποδυναμώνεται ακόμα πιο πολύ.
Φαντάσου λοιπόν όλες αυτές τις αμέτρητες μορφές ανομίας που τριγυρίζουν μέσα στον κόσμο της φαντασίας μιας τέτοιας ψυχής!
Πόσος καιρός πιστεύεις ότι θα χρειαστεί μέχρι να τις περάσει όλες και μέχρι να φτάσει επιτέλους στο σημείο όπου θα αρχίσει εν μέρει να αισθάνεται ότι όλες της οι βλέψεις και όλες οι προσπάθειες δεν ήταν παρά μία μάταιη και εγωϊστική ανοησία.
Και πόσος επιπλέον καιρός θα χρειαστεί ώσπου να ξυπνήσει μέσα της η άποψη, ότι στο μέλλον θα ήταν καλύτερα να υπακούει, παρά να κυριαρχεί επάνω σε όλα».
Η Πνευματική κατοικία της Ψυχής
Πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να φανταστούν που βρίσκεται ο χώρος της διαμονής των ψυχών αυτών που απεβίωσαν, δηλαδή που βρίσκεται ο κόσμος των πνευμάτων. Και όμως αυτή η ερώτηση μπορεί να απαντηθεί πολύ εύκολα, εάν σκεφτούμε ότι τα ομοιογενή στοιχεία έλκονται μεταξύ τους.
Στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο του Ιωάννη», το πνεύμα ενός ανώτερου Ρωμαίου αξιωματούχου, περιγράφει τον λιτό κόσμο της κατοικίας του, στον οποίο μέσα από τη συναναστροφή με πιο προχωρημένες ψυχές του δόθηκε η ευκαιρία να φτάσει στο πραγματικό Φως.
Μετά από αυτή την περιγραφή τον ρωτάει κάποιος από τους παρευρισκόμενους, για το πού βρίσκεται αυτός ο κόσμος που περιέγραψε το πνεύμα.
Απαντά το πνεύμα: «Βέβαια δεν βρίσκεται πουθενά εδώ στη Γη, αλλά γεωγραφικά θα μπορούσε να υπάρχει οπουδήποτε.
Γιατί παντού όπου βρίσκομαι εγώ, εκεί είναι και αυτός ο κόσμος. Με τον καιρό αντιλήφθηκα ότι το μέρος, ο ευρύτερος χώρος και καθετί το οποίο με περιβάλλει σαν ορατή ύλη σε αυτόν τον πνευματικό κόσμο μας, κατά κάποιο τρόπο φύτρωσε μέσα από εμένα, όπως το δέντρο φυτρώνει από τη γη.
Η με άλλα λόγια ότι εγώ είμαι ο δημιουργός του κόσμου στον οποίο κατοικώ. Οι φίλοι μου και εγώ διαμένουμε σε ένα όμοιο τοπίο, γιατί έχουμε τις ίδιες προτιμήσεις, την ίδια θέληση και συνεπώς τον ίδιο τρόπο σκέψης.
Αλλά σε ένα και το ίδιο σημείο μπορούν να μένουν και αμέτρητα αλλά πνεύματα και μάλιστα ο καθένας και σε έναν εντελώς διαφορετικά σχηματισμένο χώρο.
Αυτή είναι η τεράστια διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε εμάς τα πνεύματα και σας τους, για την ώρα, γήινους ανθρώπους».
Και πάλι ρωτάει ο ίδιος συνομιλητής το πνεύμα:
Αυτό δεν το καταλαβαίνω, πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν στο ίδιο σημείο ταυτόχρονα πολλές και εντελώς διαφορετικές περιοχές; Και απαντάει το πνεύμα:
«Μα αυτό είναι πολύ απλό, και σε τελική ανάλυση πολύ φυσιολογικό! Κοίταξε, παραδείγματος χάριν κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο εκατό άνθρωποι ταυτόχρονα και ονειρεύονται όλοι.
Τότε, μπορεί στο όνειρό του ο ένας να είναι στην Ρώμη, ο άλλος στην Αθήνα, ένας τρίτος ο ιην Ιερουσαλήμ και έτσι ο καθένας να βρίσκεται σε διαφορετικό μέρος.
Και αυτό με τέτοια ζωντάνια ώστε την επόμενη ημέρα ο καθένας να είχε να διηγηθεί ένα σωρό πράγματα. Αφού λοιπόν όλοι τους κοιμήθηκαν στο ίδιο δωμάτιο, πώς ο καθένας βρέθηκε σε έναν εντελώς διαφορετικό τόπο;
Περίπου έτσι λοιπόν έχουν τα πράγματα και στον πνευματικό μας κόσμο!
Η μόνη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στον δικό μας κόσμο και τον δικό σας βρίσκεται στο εξής: Εμείς τα πνεύματα μένουμε ουσιαστικά, στον απολύτως προσωπικό μας κόσμο, ενώ εσείς μένετε στον κόσμο του Θεού.
Γιατί ο δικός μας κόσμος είναι το έργο των σκέψεων, των ιδεών, των επιθυμιών και της θέλησής μας. Ο δικός σας όμως κόσμος είναι το έργο της Αγάπης, των Σκέψεων, των Ιδεών και της Θέλησης του Θεού.
Γι’ αυτό και ο άνθρωπος είναι καθ’ ομοίωση τού Θεού. Γιατί διαθέτει μέσα του δημιουργικές ικανότητες, και στην καθαρά πνευματική κατάσταση μπορεί να δημιουργήσει ο ίδιος τον κόσμο του, τον οποίο και μπορεί πια να κατοικήσει σαν προσωπική ιδιοκτησία του.
Ελπίζω λοιπόν πως όλα αυτά να σου έγιναν κατανοητά».
Όπως βλέπουμε λοιπόν, για τους κατοίκους του άλλου κόσμου, το γεωγραφικό σημείο δεν παίζει και τόσο μεγάλο ρόλο σε σχέση με τον εσωτερικό πνευματικό τους κόσμο. Για την πληρέστερη διαφώτιση αυτού του θέματος, ο Χριστός σε ένα άλλο σημείο λέει τα εξής:
«Αν μετά την αποβολή του σώματός της η ψυχή εισήλθε στον άλλο κόσμο ανώριμη, τότε κατά την πρώτη εξελικτική της περίοδο, διαμένει συνήθως εκεί όπου έμενε και κατά τη γήινη περιοδεία της.
Σε αυτή την περίπτωση όμως δεν αντιλαμβάνεται τίποτε από τον φυσικό κόσμο στον οποίο έζησε, έστω εάν από άποψη χώρου βρίσκεται ακριβώς στον ίδιο κόσμο.
Η ύπαρξή της μπορεί να παρομοιαστεί περισσότερο με ένα φωτεινό όνειρο, στο οποίο η ψυχή ζει και δρα. Πρόκειται για έναν κόσμο ο οποίος είναι σαν να βγήκε από τον εαυτό της και της δημιουργεί την αίσθηση ότι βρίσκεται σε ένα τελείως φυσιολογικό περιβάλλον.
Εκεί μέσα δεν της λείπει τίποτε από τον κόσμο τον οποίο άφησε πίσω της. Αλλά ο Θεός αφήνει να διαφοροποιείται κατά καιρούς ο χώρος στον οποίο μένει η ψυχή, με αποτέλεσμα να βρεθεί σε έναν διαφορετικό χώρο, ο οποίος αντιστοιχεί απόλυτα προς την εσωτερική κατάστασή της.
Μία τέτοια ψυχή, συνήθως χρειάζεται ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ώσπου μετά από διάφορα μαθήματα να καταλάβει, ότι όλη αυτή η ιδιοκτησία της είναι μάταιη και ευτελής.
Εάν σαν συνέπεια της πείρας της καταλήξει κάποτε σ’ αυτό το συμπέρασμα, τότε μόνο αρχίζει να κάνει κάποιους σοβαρότερους συλλογισμούς σχετικά με την κατάστασή της και μόνο τότε αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι έχει εγκαταλείψει τον παλαιό και γνώριμο κόσμο της Γης.
Και τότε πια αφυπνίζεται μέσα της η επιθυμία για έναν μόνιμο και αμετάβλητο χώρο ζωής.
Σε αυτή πια την κατάσταση, είναι έτοιμη να διδαχτεί από τα ήδη ολοκληρωμένα πνεύματα τί πρέπει να κάνει. Εάν ακολουθήσει τη διδασκαλία τους, τότε αρχίζει σιγά-σιγά να φωτίζεται μεσα της, γιατί το εσωτερικό της πνεύμα αρχίζει να τη διαπερνά όλο και πιο πολύ.
Καθώς όμως το εσωτερικό της πνεύμα μεγαλώνει, (όπως μεγαλώνει και το έμβρυο μέσα στο σώμα της μητέρας), όλα τριγύρω της αρχίζουν να αποκτούν σταθερότητα.
Εάν μία ψυχή φτάσει σε αυτό το σημείο ώστε το πνεύμα της να αυξηθεί τόσο πολύ που να τη γεμίζει εξ ολοκλήρου, τότε αφυπνίζεται μέσα της και η πλήρης κατανόηση. Συνάμα θυμάται όλα όσα ήταν, όλα όσα έγινε, τί έκανε, καθώς και πως ήταν φτιαγμένος ο κόσμος στον οποίο ζούσε σωματικά.
Μία ψυχή που έχει φτάσει πλέον έως αυτή την κατάσταση, μπορεί να παρατηρήσει ακριβέστατα τη Γη, τη Σελήνη, τον Ήλιο, καθώς και όλους τους υπόλοιπους Ήλιους σε όλα τα διαφορετικά περιβλήματα και να ευφρανθεί με την Αγάπη, τη Σοφία και τη Δύναμη του Θεού».
Στο έργο του Γ. Λόρμπερ «Ο ΠνευματικόςΉλιος», διαβάζουμε σχετικά με αυτό το θέμα ότι «υπάρχουν πνεύματα τα οποία είναι ιδιαίτερα αργόστροφα και σκοτεινά, και γι’ αυτό μπορούν να περάσουν τη ζωή τους μόνο στα πιο συμπυκνωμένα εσωτερικά μέρη της Γης.
Υπάρχουν πάλι πνεύματα που είναι κάπως ελαφρύτερα και κατοικούν στα ανώτερα στρώματα της Γης και των νερών.
Άλλα πάλι τα οποία ζουν στην κατώτερη ατμοσφαιρική ζώνη της Γης και άλλα καθαρότερα και πιο ολοκληρωμένα, τα οποία κατοικούν στις υψηλότερες και καθαρότερες ατμοσφαιρικές περιοχές.
Επίσης ότι υπάρχουν και άλλα πιο ολοκληρωμένα πνεύματα που κατοικούν στα πρώτα επίπεδα του αιθέρα.
Στη συνέχεια, αυτά που κατοικούν στα ανώτερα αιθερικά επίπεδα (που είναι τα διαστήματα ανάμεσα στα ουράνια σώματα) και τελικά υπάρχουν εγώ δεν αξίζω ούτε για τις κατώτερες απολαβές και σαν τύχει εγώ να έχω κάτι, τότε αυτό δεν ανήκει σε μένα, αλλά είναι των αδελφών μου, εάν αυτή είναι η εσωτερική απάντηση της ψυχής, τότε ο θετικός πόλος έλξης της είναι ο Ουρανός.
Εάν επομένως κάποιος διαλέξει μια γυναίκα, την οποία κατά σύμπτωση διάλεξε και κάποιος άλλος, βλέπει δε ότι ο δεύτερος είναι καλοδεχούμενος από αυτήν και αυτό το πράγμα τον γεμίζει με άσβηστη ζήλεια, τότε σε αυτόν ο θετικά ενεργητικός πόλος έλξης είναι η κόλαση.
Εάν όμως σκέφτεται και λέει: «Αγαπημένη μου, σίγουρα εσύ είσαι η μοναδική κυρίαρχος της καρδιάς σου.
Επειδή σε αγαπάω πραγματικά, δεν θέλω από σένα κανένα είδους θυσίας. Αντίθετα είμαι διατεθειμένος να κάνω οποιαδήποτε θυσία θα ήταν γία το καλό σου.
Γιατί εγώ δεν αγαπώ μέσα σε σένα τον εαυτό μου, αλλά αγαπώ εσένα μέσα μου. Έτσι λοιπόν από πλευράς μου, έχεις την πλήρη ελευθερία να αποκτήσεις οτιδήποτε θα ήταν καλύτερο για τη δική σου ευτυχία».
Από έναν τέτοιο συλλογισμό, διαφαίνεται ήδη ο κάτοικος των Ουρανών, γιατί έτσι μιλάει κανείς στους Ουρανούς.
Και όποιος μπορεί να μιλάει κατά αυτό τον τρόπο μέσα από την καρδιά του, σ’ αυτόν δεν υπάρχει πια ούτε η παραμικρή σταγονίτσα από το δηλητήριο της κόλασης. Γιατί όποιος μπορεί να απαρνείται τον εαυτό του σ’ αυτό τον ευαίσθητο τομέα, τόσο πιο εύκολα θα μπορέσει να επιτύχει την αυταπάρνηση σε οποιοδήποτε άλλο θέμα.
Όποιος όμως σ’ αυτή την περίπτωση αισθάνεται ζήλεια για την αγαπημένη του, διακόπτει αμέσως μαζί της και την απαρνιέται με όλη τη καρδιά του με περιφρόνηση, οργή και μνησικακία, αντιμετωπίζοντας και τον αντίζηλό του με τα ίδια συναισθήματα, αυτός επηρεάζεται στις πράξεις του από την κόλαση, η οποία ολοφάνερα αποτελεί μέσα του το θετικό πόλο έλξης.
Πιστεύω λοιπόν ότι όλα αυτά είναι αρκετά προκειμένου να γίνει στον κάθε έναν φανερό πότε ενεργοποιείται μέσα του σαν θετικός πόλος η κόλαση και πότε ο Ουρανός.
Και έτσι ποτέ ξανά δεν θα θέσει κανείς τη γελοία ερώτηση, πώς και πότε έρχεται κανείς στην κόλαση ή στον Ουρανό; Γιατί ποτέ κανείς δεν έρχεται ούτε στον Ουρανό, αλλά ούτε και στην κόλαση, αλλά ο καθένας κουβαλάει μεσα του και τα δύο»…
«Μετά το θάνατο του σώματός σου, θα εξέλθεις από την καρδιά σου στον άπειρο θεϊκό χώρο, και ανάλογα με την κλίση της καρδιάς σου θα τον συναντήσεις είτε σαν Ουρανό είτε σαν κόλαση!
Γιατί δεν υπάρχει πουθενά ένας ειδικά δημιουργημενος Ουρανός ή μία ειδικά δημιουργημένη κόλαση, αλλά όλα αυτά προέρχονται από την καρδιά του ανθρώπου.
Και έτσι ο κάθε άνθρωπος προετοιμάζει μέσα στην καρδιά του, ανάλογα αν πράττει το καλό ή το κακό, τον Ουρανό ή την κόλαση.
Ανάλογα ποιάς μορφής είναι η πίστη, η θέληση και οι πράξεις του, έτσι και αυτά που θα ζήσει θα είναι σύμφωνα με την πίστη του, από την οποία τράφηκε η θέλησή του και προέκυψαν οι πράξεις του.
Ο κάθε ένας όμως ας ερευνήσει την καρδιά του και ας εξετάσει τις κλίσεις της και έτσι θα συμπεράνεί με μεγάλη ευκολία ποιό πνεύμα κυριαρχεί στην καρδιά του.
Εάν οι τάσεις του τραβούν την καρδιά του και την αγάπη του πρός τα γήινα πράγματα, επιθυμώντας να γίνει κάποιος σημαντικός και δακτυλοδεικτούμενος μέσα στα πλαίσια του κόσμου του, αν επίσης η αλαζονική καρδιά του νιώθει αποστροφή για τη φτωχή ανθρωπότητα και αισθάνεται μέσα του την τάση να κυριαρχεί πάνω στους άλλους, χωρίς να τον έχει ορίσει γι’ αυτότο ρόλο ο Θεός, τότε μέσα στην καρδιά του έχει φυτευτεί ο σπόρος του κακού.
Και αν αυτός ο σπόρος δεν καταπολεμηθεί κάι δεν αποβληθεί από την καρδιά του ανθρώπου, τότε είναι φανερό πως μετά το θάνατο του σώματος, επιφυλάσσεται σ’ αυτό τον άνθρωπο η κόλαση.
Εάν όμως η καρδιά του ανθρώπου είναι γεμάτη ταπεινότητα και χαίρεται με το να είναι ο ελαχιστότερος ανάμεσα στους συνανθρώπους του, να υπηρετεί τους πάντες και από τη μεγάλη αγάπη του για τους αδελφούς και τις αδελφές του, να μην προσέχει τον εαυτό του, να υπακούει τους προϊσταμένους του σε οποιοδήποτε έργο είναι χρήσιμο και καλό για τους αδελφούς του, και εάν αγαπάει τον Θεό πάνω απ’ όλα, τότε μέσα στην καρδιά του φυτρώνει ο θέίκός σπόρος, που θα γίνει ένας πραγματικός, αιώνιος, ζωντανός παράδεισος.
Έτσι και ο άνθρωπος ο οποίος κρύβει μ’ αυτό τον τρόπο ολόκληρο τον Ουρανό μέσα στην καρδιά του, που είναι γεμάτη πραγματική πίστη, αγνή ελπίδα και αγάπη, αυτός μετά το θάνατό του είναι αδύνατον να βρεθεί οπουδήποτε αλλού από το θεϊκό βασίλειο, αφού αυτό είναι εκείνο που βλάσταινε μέσα στην καρδιά του από πολύ καιρό!»
Μερικές ψυχές πάλι από εγωισμό και έπαρση (αν και γνωρίζουν το καλό), απομακρύνονται από τη Θέϊκή Τάξη με τα ζωογόνα ρεύματα του Θεϊκού Πνεύματος. Σ’ αυτή την περίπτωση, η εσωτερική ζωή του πνεύματος συσκοτίζεται όλο και πιο πολύ, όσο περισσότερο η ψυχή αποστρέφεται τον Θεό.
Και αυτή η κατάσταση της συνειδητής και πεισματικής κακίας είναι που ονομάζεται «κόλαση».
Σύμφωνα μετα γραφτά του Λόρμπερ, η κόλαση χωρίζεται σε τρία επίπεδα: «Στο πρώτο επίπεδο της κόλασης η ψυχή δεν είναι τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι και ο θαλάσσιος πολύποδας, που από εγωισμό και αυταρέσκεια δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο από το να τρώει και να απολαμβάνει.
Στο δεύτερο επίπεδο της κόλασης, μετά από μία διαδικασία «θεραπευτικής νηστείας», η ψυχή αρχίζει να αδυνατίζει και να συρρικνώνεται, με αποτέλεσμα το πνεύμα που είναι συνδεδεμένο μαζί της να αποκτάει όλο και περισσότερη ελευθερία.
Στην καλύτερη περίπτωση (αν και είναι πολύ σπάνια), αυτό που μπορεί να συμβεί εδώ είναι να μετανοήσει το πνεύμα και να πάρει το δρόμο της επιστροφής. Εάν συμβεί αυτό, τότε το πνεύμα δυναμώνει και στη συνέχεια ανυψώνει και την ψυχή όλο και περισσότερο.
Στη συνηθισμένη και χειρότερη περίπτωση, πάλι ξυπνάει το πνεύμα, το οποίο όμως αντικρύζοντας την ψυχή του σε αυτή την παραμελημένη κατάσταση, αισθάνεται ντροπιασμένο και εξαπατημένο, με αποτέλεσμα να φουντώνει μέσα του ο θυμός.
Σε αυτή την κατάσταση αναδύεται από μέσα του η ιδέα, ότι για αυτή του την κατάντεια πρέπει η Θεότητα από την πλευρά της να του παρέχει μία ανυπολόγιστα μεγάλη επανόρθωση.
Όσο περισσότερο καταγίνεται το πνεύμα με αυτή την ιδέα, τόσο περισσότερο αυξάνει μέσα του ο «ανοιχτός λογαριασμός» και τόσο πιο ανικανοποίητο αισθάνεται με κάθε επανορθωτικό μέτρο που του προτείνεται από την πλευρά της αιώνιας επανόρθωσης».
Από αυτή τη διαρκώς αυξανόμενη απαίτηση που έχει τις ρίζες της στην όλο και μεγαλύτερη ανικανοποίηση, περνάει το πνεύμα σε μία κατάσταση αυτοϊκανοποιητικής εκδικητικότητας.
Και μέσα από αυτό το συναίσθημά του καταντάει τελικά να γίνει ένας ολοκληρωτικός «απαρνητής του Θεού» (σατανάς). Παράλληλα αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι δυνατόν να καταστραφεί.
Έτσι «παίρνει αέρα», νομίζοντας ότι με το να ανεβάζει διαρκώς τις απαιτήσεις που θέτει στη Θεότητα κι την αντίληψη που έχει για τον εαυτό του, μεγαλώνει η δύναμή του επ’ άπειρον.
(Με τον όρο «πνεύμα» δεν πρέπει εδώ να εννοηθεί ο αγνός θεϊκός σπινθήρας το κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση του Θεού – αλλά το ανώτερο και αυτοσυνειδητό τμήμα της ψυχής). Από αυτά λοιπόν τα συναισθήματα αναδύεται τελικά και η σατανική ιδέα, ότι η Θεότητα πρέπει μάλλον να νιώθει φόβο εμπρός στη διαρκώς αυξανόμενη δύναμη τέτοιων πνευμάτων.
Μέσα από αυτόν τον παραλογισμό αναπτύσσεται μέσα του η αυτοπεποίθηση και η εκδικητικότητα ενάντια σε μία υποτιθέμενη πανουργία της Θεότητας.
Στη συνέχεια το πνεύμα ολισθαίνει σε μία κατάσταση σατανικής αποστροφής απέναντι στη Θεότητα αρχίζει να τη μισεί και να την περιφρονεί, ενώ ταυτόχρονα θεωρεί τον εαυτό του σαν μία ανώτερη οντότητα. Μόλις επέλθει αυτή η κατάσταση, τότε είναι έτοιμος και ο τρίτος βαθμός της κόλασης.
Ο κόσμος των Μακαρίων Πνευμάτων
Πολλοί χριστιανοί έχουν μία αρκετά εσφαλμένη αντίληψη σχετικά με τη ζωή, το έργο και τη μακαριότητα που βιώνουν οι ολοκληρωμένες ουράνιες οντότητες. Συνήθως φαντάζονται τη ζωή αυτών των οντοτήτων σαν ένα διαρκές φαγοπότι στο τραπέζι του Θεού, το οποίο συνοδεύεται από μία διαρκή δοξολογία.
Οι κάπως πιο στοχαστικοί φαντάζονται τις ουράνιες οντότητες να ασχολούνται με μία εξερεύνηση της Δημιουργίας ή με το να κοιτούν το πρόσωπο του Θεού.
Μόνο ελάχιστοι καταλήγουν στο συμπέρασμα, ότι η αιώνια ζωή και μακαριότητα δεν μπορεί να συνίσταται μία κατάσταση αποκλειστικής απόλαυσης, που δεν συμβαδίζει με τη διαρκώς ενεργητική Αγάπη του Θεού, η οποία μας έχει δοθεί σαν πρότυπο της ψυχικής μας ολοκλήρωσης.
Αφού ο Θεός είναι η αγνότερη και διαρκώς ενεργητική Αγάπη, έτσι και η αιώνια ζωή του ολοκληρωμένου ανθρώπου δεν μπορεί να συνίσταται σε τίποτε άλλο, παρά σε μία διαρκώς αυξανόμενη ενεργητική Αγάπη.
Αυτή η βαθμίδα πνευματικής εξέλιξης που αποκτάται μέσα από την αναγέννηση του πνεύματος, ονομάζεται «Βασιλεία των Ουρανών».
Ένας τέτοιος κάτοικος των Ουρανών (σε αντιπαράθεση με τις εξ αρχής δημιουργημένες φωτεινές οντότητες και τους αγγέλους που ακόμη δεν πέρασαν μέσα από την ενανθρώπιση εδώ στη Γη), ονομάζεται «αναγεννημένος Άγγελος».
Ανάλογα με την πνευματική ανάπτυξη που έχει επιτύχει μια αναγεννημένη πνευματική οντότητα, της δίνεται αρχικά ένας μικρός και εύκολος κύκλος εργασιών.
Εάν αποδειχτεί έμπιστη και αν εργαστεί για την επίτευξη αυτού του σκοπού με όλες τις δυνάμεις της, τότε σύντομα της δίνεται η ευκαιρία να αναλάβει κάτι μεγαλύτερο. Μία εργασία που ανατίθεται στα μακάρια πνεύματα, αρχικά, είναι η προστασία των ανθρώπων που εσαρκώνονται στο γήινο επίπεδο, όπου τους ανατίθενται οι επιζώντες συγγενείς τους.
Ο Κύριος εξηγεί στους μαθητές Του, ότι μετά την πλήρη αναγέννησή τους θα καθίσουν δίπλα Του σε «δώδεκα θρόνους» και «θα κρίνουν τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ» -πράγμα που θέλει να πει, «ότι κάποτε όταν θα είσαστε στους Ουρανούς Μου, τότε έτσι όπως και Εγώ, θα εργαστείτε και εσείς για το παντοτινό καλό όλων των ανθρώπων αυτής της Γης, καθώς και όλων των άλλων κόσμων, καθώς θα μπορείτε να λειτουργήσετε σαν αόρατοι οδηγοί και πνεύματα προστασίας, τόσο για τους ανθρώπους στη Γη, όσο και για αυτούς στον άλλο κόσμο.
Γιατί το πραγματικό Ουράνιο Βασίλειο και η διαρκώς αυξανόμενη μακαριότητά του, συνίσταται σε μία διαρκώς αυξανόμενη έκφραση της ενεργητικής Αγάπης…»
Οι Ουράνιες περιοχές χωρίζονται σεν τρεις βαθμίδες, οι οποίες στα γραπτά της νέας Αποκάλυψης χαρακτηρίζονται με τις εξής ονομασίες:
1) Ο Ουρανός της Σοφίας
2) Ο Ουρανός της Σοφίας που προέρχεται από την έμπρα κτη Αγάπη
3) Ο υψηλότερος Ουρανός της Αγάπης.
«Εάν ένας άνθρωπος ακούει το Λόγο Μου, συλλαμβάνοντάς τον στα βάθη της καρδιάς του και τον κατανοεί με ζωντανό τρόπο, αυτός μοιάζει με έναν καλό αγρό, ο οποίος σπάρθηκε με τον καλό σπόρο και ο οποίος ανάλογα με τη δύναμη του εκάστοτε ανθρώπου, μπορεί να αποδώσει το εκατονταπλάσιο, το εξηνταπλάσιο ή το τριακονταπλάσιο σε καρπούς, οι οποίοι είναι οι καλές πράξεις!
Εκατονταπλάσιος σε συγκομιδή είναι αυτός ο οποίος κάνει τα πάντα για Εμενα, εξηνταπλάσιος είναι αυτός που κάνει πολλά για Εμένα, και τριαντάπλάσιος είναι αυτός που Μου φέρνει μία καλή σοδειά.
Έτσι λοιπόν και οι Ουρανοί στο Βασίλειό Μου είναι τρεις: ο ανώτερος Ουρανός είναι για την εκατονταπλάσια συγκομιδή, ο πιο κάτω για την εξηνταπλάσια και ο κατώτερος για την τριανταπλάσια συγκομιδή».
Οι Άγγελοι του ανώτερου Ουρανού εργάζονται για τη διατήρηση όλων των κόσμων και είναι οι ανώτεροι καθοδηγητές τους.
Ένας τέτοιος Άγγελος συνήθως είναι ο κύριος και διοικητής ενός ολόκληρου ηλιακού πεδίου. Βέβαια για να μπορεί ένας Άγγελος να αναλάβει μία τέτοια διοίκηση, πρέπει προηγουμένως να περάσει μέσα από πάρα πολλά «σχολεία» και να μάθει πάρα πολλά πράγματα.
Ένας Άγγελος που παράγει ένα σωστό έργο και γνωρίζει πώς να αντιμετωπίζει όλα τα υποτελή πνεύματα με πλήρη σεβασμό, αποκτά ένα διαρκώς αυξανόμενο πεδίο δράσης.
Οι – ιδιαίτερα ολοκληρωμένοι – Ουράνιοι κάτοικοι, αποκτούν τελικά και το χάρισμα της πρωταρχικής και εκ νέου Δημιουργίας, σε ολοένα αυξανόμενο βαθμό: «Αν και ο χώρος είναι ατελείωτος με την κυριολεκτική έννοια του όρου, ωστόσο στα ατελείωτα βάθη του απείρου δεν υπάρχει ούτε ένα σημείο στο οποίο να μην είναι παρούσα η Σοφία και η Δύναμη του Θεού.
Τα πραγματικά παιδιά του Θεού, αυτά που υπερέχουν για τη σωστή τους Αγάπη προς τον Θεό και προαιώνιο Πατέρα, καθώς και για την αγνή Αγάπη τους προς τον πλησίον, στον άλλο κόσμο θα αποκτήσουν τελικά τη Δύναμη και την Εξουσία να προσθέτουν στον άπειρο χώρο και νέες Δημιουργίες».
«Γιατί ο πνευματικά αναγεννημένος ζει συνεχώς μέσα στο Πνεύμα και τόσο μόνο θεωρεί την εγκατάλειψη του σώματος σαν θάνατο, όσο κάποιος που ξεντύνεται το βράδυ το μανδύα του, ή όσο ένας αχθοφόρος που κουράζεται συνεχώς από το φορτίο του μέχρι τελικά να το αφήσει στον προορισμό του».
«Ο Δρόμος για τη Πνευματική αναγέννηση»