Εγκεφαλική νοημοσύνη και νοημοσύνη της καρδιάς
Στα πολυάριθμα γραπτά της νέας αποκάλυψης από τον Γιάκομπ Λόρμπερ διαφωτίζονται επίσης όλα εκείνα τα ερωτήματα για τη ζωή και την πίστη, που μέχρι τότε βρίσκονταν, τόσο για τους Χριστιανούς, όσο και για τους μη Χριστιανούς, σε βαθύ σκοτάδι.
Η φύση του Θεού, η διαδικασία της δημιουργίας, ο σκοπός της τελείωσης, το νόημα της ανθρώπινης ζωής, ο δρόμος προς την τελείωση σ’ αυτόν και στον άλλο κόσμο, όλα αυτά αναλύονται τόσο βαθιά και διαφωτιστικά από το στόμα του Ιησού, κυρίως στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» αλλά και σε άλλα έργα του Λόρμπερ, ώστε ο κάθε αληθινός πνευματικός αναζητητής μπορεί να τα κατανοήσει εκ βαθέων και να πάρει ικανοποιητικές απαντήσεις.
Φυσικά, για την πρόσβαση σ’ αυτές τις γνώσεις υπάρχει ένας σπουδαίος όρος, που είναι να αποβάλλει ο άνθρωπος την παλιά εωσφορική υπεροψία και την εγωιστική ανθρώπινη έπαρση του.
Για το θέμα αυτό, ο Ιησούς λέει στο «Μεγάλο Ευαγγέλιο» σε μερικές «πολύ φιλοσοφημένες» ιέρειες του Απόλλωνα:
«Όσο επιμένετε στην υπεροψία σας, θα νιώθετε μέσα σας αντί για τη ζωή, μονάχα τον αιώνιο θάνατο. Γιατί η υπεροψία ωθεί βίαια την ψυχή μέσα στη σάρκα του σώματος της. Κι η ψυχή, φουσκώνοντας όλο και περισσότερο εσωτερικά, γίνεται έτσι εντελώς ένα με τη σάρκα της, στην κατάσταση δε αυτή δεν μπορεί να νιώσει τίποτα άλλο εκτός από το θάνατο της σάρκας. Όμως, ποιες λέξεις, πράξεις ή σημάδια μπορούν να δώσουν αποδείξεις σε μία ψυχή γεμάτη θάνατο για το ότι θα συνεχίσει να ζει μετά το θάνατο του σώματος και για το ότι υπάρχει ένας μοναδικός, αληθινός Θεός; Εσείς, βέβαια, νομίζετε ότι ένας παντογνώστης και παντοδύναμος Θεός μπορεί με κάποιον τρόπο να στείλει ένα φως στον άνθρωπο, ώστε εκείνος ν’ αντιληφθεί την κατάσταση του. Αυτό ο Θεός το κάνει πάντα.
Αλλά η υπεροψία των ανθρώπων δεν τους επιτρέπει να τ’ αντιληφθούν όλ’ αυτά».
Επομένως, σε κάθε αναζήτηση της αλήθειας πρέπει να δίνεται προσοχή στη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο θαμπό, απατηλό νου του εγκεφάλου μας και στο καθαρό πνευματικό φως της καρδιάς.
Άλλωστε, όπως ξέρουμε από τον Λόρμπερ, η ψυχή μας είναι ένα, κατά μεγάλο μέρος ακόμη, υλικά τυφλό και κακό πλάσμα, που ανήλθε κατακερματισμένο σε μυριάδες σπινθήρων ζωής από την καταδίκη της ύλης.
Έχει περιορισμένη μόνο νοημοσύνη, με την οποία μπορεί να δει τον κόσμο με τη βοήθεια των υλικών αισθήσεων, να συνδυάσει με κάποια λογική τις παρατηρήσεις της και να τις διατηρήσει σε μία μνήμη συχνά πολύ περιορισμένη.
Οι περισσότερες αισθήσεις της ψυχικής αναγνώρισης του κόσμου έχουν τα όργανα τους στο κεφάλι, όπου επίσης (στον εγκέφαλο) βρίσκεται το εργαστήρι της λογικής σκέψης και το αρχείο της μνήμης. Γι’ αυτό, αυτή την ικανότητα αναγνώρισης την λέμε «εγκεφαλική νοημοσύνη».
Για να μπορέσει όμως η ψυχή μας να προοδεύσει στην αναγνώριση του αληθούς και καλού, καθώς και στην καλή θέληση και πράξη, φέρει μέσα της από τη γέννηση της ένα καθαρό θεϊκό πνεύμα που την οδηγεί και την τελειοποιεί και που βρίσκεται σε διαρκή σύνδεση με το πρωταρχικό πυρ και το πρωταρχικό φως της αιώνιας αγάπης (το Θεό-Πατέρα) όπως η ακτίνα με τον ήλιο.
Αυτό το καθαρό θεϊκό πνεύμα μέσα στον άνθρωπο, χάρη στη σύνδεση του με τον Θεό, γνωρίζει τα πάντα, γνωρίζει τα βάθη της Θεότητας, τα μυστικά της δημιουργίας, την αιώνια ζωή, το στόχο και το δρόμο της τελείωσης, μπορεί δε να διαφωτίσει, να οδηγήσει και να τελειοποιήσει ανάλογα την ψυχή.
Μια και κατοικία του είναι η καρδιά, η σχετική ικανότητα αναγνώρισης της ψυχής λέγεται «νοημοσύνη της καρδιάς» ή «εσωτερικό φως».
Στην ελεύθερη βούληση της ψυχής εναπόκειται σε ποια από τις δύο πλευρές αναγνώρισης -τον κόσμο ή το πνεύμα- θα θελήσει να δώσει τη μεγαλύτερη προσοχή.
Αν στρέψει το βλέμμα της μόνο προς τα έξω, προς τον κόσμο, και ερευνά μόνο με την αδύναμη εγκεφαλική της νοημοσύνη, τότε θα αναγνωρίζει μόνο την επιφάνεια των πραγμάτων και των συνθηκών, χωρίς να βλέπει τις βαθύτερες σχέσεις, τις πραγματικές βασικές δυνάμεις και τους νόμους τους.
Ειδικότερα, θα παραμείνει άγνωστη γι’ αυτήν η πνευματική θεμελιώδης αιτία και η πρωταρχική φύση όλων όσων υπάρχουν, γιατί ακόμη της λείπει η πνευματική τελειότητα, ενώ, όπως είναι γνωστό, μόνον τα όμοια μπορούν να κατανοήσουν πλήρως το ένα το άλλο.
Τελείως διαφορετικό θα είναι το αποτέλεσμα, αν η ψυχή στρέψει περισσότερο την προσοχή της προς τα μέσα, προς το καθαρό πνεύμα που κατοικεί στην καρδιά, το θείο σπινθήρα, τον «Χριστό μέσα μας» – κι αφεθεί να διδαχθεί απ’ αυτόν και να πληρωθεί με αγάπη, σοφία και δύναμη.
Εδώ βρίσκεται η εσωτερική πηγή τελείωσης από τον Θεό, απ’ όπου μπορεί η αλλοτριωμένη -εφόσον έχει απομακρυνθεί από την τάξη- ψυχή να λάβει την αληθινή πνευματικότητα. Με αυτές τις γνωστικές δυνάμεις εισδύει στα βάθη της Θεότητας και της Δημιουργίας, ανακαλύπτει τις αληθινές σχέσεις τους και τις βασικές αρχές της ζωής.